What does Λαμβάνω, λήψη in Greek mean?

What is the meaning of the word Λαμβάνω, λήψη in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use Λαμβάνω, λήψη in Greek.

The word Λαμβάνω, λήψη in Greek means take, παίρνω, λαμβάνω, παίρνω, παίρνω, λαμβάνω, παίρνω, παίρνω, φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω, λαμβάνω, μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνω, αγνοώ, σφίγγω τα λουριά, αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση, διαγωνίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ, αγνοώ, παραβλέπω, λαμβάνω μέρος, εκπαιδεύομαι, γίνομαι δεκτός με κτ, λαμβάνω τα μέτρα μου, ακούω, υπακούω, παίρνω μέρος, συμμετέχω, λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, παίρνω μια απόφαση, λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτ, προβλέπω, γίνομαι, περνάω, προετοιμάζομαι, οργανώνομαι, λαμβάνω μέτρα προστασίας, παίρνω ως δώρο, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, αποζημιώνομαι για κτ, διδάσκω, εκπαιδεύω, παίρνω δείγμα από κτ, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, παίρνω τα μέτρα μου, πραγματοποιούμαι, λαμβάνω το μήνυμα, παραμερίζω, κάνω εκπαίδευση. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word Λαμβάνω, λήψη

take

παίρνω

(informal (receive)

Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα;
Did you get the message I sent you?

λαμβάνω, παίρνω

(get, take)

Ναι, έλαβα (or: πήρα) το δέμα χτες.
Yes, I received the package yesterday.

παίρνω

(be granted)

Πήρε προαγωγή.
He received a promotion at work.

λαμβάνω

(radio: make contact)

Χιούστον, λαμβάνεις;
Houston, are you receiving?

παίρνω

(receive)

Have you had your exam results yet?

παίρνω

(take: a decision)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.
Tess must make a decision.

φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω

(assume)

I will bear the responsibility for my decisions.

λαμβάνω

(title)

He was honoured to receive the title of "Knight" from the queen.

μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνω

(be informed of: sth) (τα νέα)

Πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου της την Τρίτη.
She received the news of her son's death on Tuesday.

αγνοώ

(figurative (dismiss, not consider) (μεταφορικά)

The Prime Minister brushed aside any suggestion that the government had failed to deal with the problem.

σφίγγω τα λουριά

(figurative (be strict, enforce rules) (καθομ, μτφ: με γενική)

The city is clamping down on gang violence.

αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση

(decide)

After months of thinking, I've come to a decision on which college to attend.

διαγωνίζομαι

(take part in: sports, competition)

Μπορεί να λάβει μέρος σε οποιοδήποτε άθλημα.
He can compete in any sport.

σκέφτομαι

(take into account)

Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;
Have you considered the long-term consequences of this decision?

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(weigh possibilities)

Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.
She considered her options and what to do next.

υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω

(include)

It's an eight-hour drive, not counting any stops.

λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ

(be instructed)

I was directed to fill out the form.

αγνοώ, παραβλέπω

(ignore, forget)

Ζητώ συγγνώμη απ' όλους. Παρακαλώ μη λάβετε υπόψη τις προηγούμενες οδηγίες μου· θα σας πω τι πρέπει να κάνετε σ' ένα λεπτό.
Sorry everyone. Please disregard my previous instructions; I'll tell you what you should do in a minute.

λαμβάνω μέρος

(contest: participate)

Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει.
He decided to enter the contest to see if he could win.

εκπαιδεύομαι

(usu passive (instruct)

She was formed in one of the best schools.

γίνομαι δεκτός με κτ

(informal (be received)

Ελπίζω η ομιλία μου να πάει καλά στην αποψινή συνεδρίαση.
I hope that my speech goes over well at the meeting tonight.

λαμβάνω τα μέτρα μου

(be cautious) (εναντίον κάποιου)

Ο ταξιδιωτικός πράκτορας προειδοποίησε την Μπεθ να προσέχει τους πορτοφολάδες όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό.
The travel agent had warned Beth to guard against pickpockets when she traveled abroad.

ακούω, υπακούω

(advice)

Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο.
Pam heeded the storm warning and went into the shelter.

παίρνω μέρος

(engage in) (σε κάτι)

I don't hold discussions with silly people.

συμμετέχω

(take part in: an activity)

To join our campaign, please sign up at our website.

λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε

(participate in)

Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους μαθητές να λάβουν μέρος στις δραστηριότητές μας.
We should ask the other students to join in our activities.

αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη

(figurative (exclude)

Leaving aside the two sunflowers, her garden did not have any flowers.

παίρνω μια απόφαση

(decide, choose)

Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε που θα φάμε, έτσι έπρεπε να πάρω εγώ την απόφαση.
We couldn't agree on where to eat, so I had to make a decision.

λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτ

(take sth into account)

You have to make allowances for the fact that he's only just learning.

προβλέπω

(take preparatory measures for)

We need to make provision for bad debts, in case people don't pay their bills.

γίνομαι, περνάω

(UK (happen)

Παρόλο που στην εκδήλωση έχουν υπάρξει βιαιοπραγίες στο παρελθόν, η τελευταία παρέλαση έγινε χωρίς κανένα επεισόδιο.
Although the event has attracted violence in the past, the latest march passed off without incident.

προετοιμάζομαι, οργανώνομαι

(be prepared)

It's a good thing you planned ahead, otherwise we might have never found a hotel.

λαμβάνω μέτρα προστασίας

(econ.: guard from competition)

The US protects its auto industry from foreign competition.

παίρνω ως δώρο

(be given: a gift)

Το κορίτσι έλαβε ως δώρο για τα γενέθλιά της μια κούκλα.
The girl received a doll for her birthday.

λαμβάνω την θεία Κοινωνία

(Christianity: take the Eucharist)

Receiving communion is a symbolic way to participate in Christ's last supper.

λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες

(be told what to do)

William's a know-it-all who refuses to receive instruction from anybody.

λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες

(be taught)

He's receiving instruction on how to play the piano.

λαμβάνω την θεία Κοινωνία

(Christianity: take communion)

When he was attending primary school he received the Sacrament for the first time.

αποζημιώνομαι για κτ

(law: obtain by judgment)

They filed a lawsuit to recover damages due for the boy's death.

διδάσκω, εκπαιδεύω

(educate) (κάποιον)

She was schooled at one of the nation's best institutions.

παίρνω δείγμα από κτ

(medical: take specimen from)

The doctor needs to swab your throat.

λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου

(take into consideration)

If you use a pesticide, you must take account of various health and safety considerations.

λαμβάνω υπόψη

(formal (note, acknowledge)

Taking cognizance of her circumstances, the judge was inclined to be lenient.

λαμβάνω υπόψη

(consider, allow for)

Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις.
You should have taken their age into account. You must take into account both the exchange rate and the bank fees.

λαμβάνω υπόψη

(take account of, allow for)

Take their ages into consideration before planning games for children.

παίρνω τα μέτρα μου

(act, do sth practical)

Let's take measures to be sure we don't make the same mistake again.

πραγματοποιούμαι

(happen, be held)

Η συναυλία έγινε σε ένα μπαρ.
The concert took place in a bar. The next election in my village will take place on April 6th.

λαμβάνω το μήνυμα

(understand what is implied)

παραμερίζω

(figurative (disregard, ignore: sth) (μεταφορικά)

κάνω εκπαίδευση

(learn)

Έλαβαν εκπαίδευση για να γίνουν μηχανικοί.
They trained to be mechanics. No, I can't do it yet, I am still training.

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of Λαμβάνω, λήψη in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.