What does προσφέρω κίνητρο in Greek mean?
What is the meaning of the word προσφέρω κίνητρο in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use προσφέρω κίνητρο in Greek.
The word προσφέρω κίνητρο in Greek means offer, δίνω, παρέχω, προσφέρω, κάνω δωρεά, προσφέρω, συνεισφέρω, προσφέρω, προσφέρω, κάνω προσφορά, παρέχω, προσφέρω, δίνω, προσφέρω, παρέχω, προσφέρω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, συνεισφέρω, προσφέρω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, δίνω, προσφέρω, δωρίζω, χαρίζω, δελεάζω, προσφέρω, παρέχω, προσφέρω, προσφέρω, κερνάω, κερνώ, συνεισφέρω, προσφέρω, προσφέρω, προσφέρω, κερνάω, προσφέρω, προσφέρω, υποβάλλω, προσφέρω, προσφέρω, φιλοξενώ, βοηθάω, βοηθώ, προσφέρω τιμή αγοράς, προσφέρω υψηλότερη τιμή, προσφέρω υψηλότερη τιμή, προσφέρω με έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, τέρπω, γεμίζω, προσφορά, προσφέρω χαρά, πληρώνω, ευχαριστώ, ικανοποιώ, προσφέρω επίμονα, προσφέρω επίσημο δείπνο, προσφέρω βοήθεια, θυσιάζω, εργάζομαι, προσφέρω εθελοντική εργασία, προσφέρω δείπνο. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word προσφέρω κίνητρο
offer
|
δίνω, παρέχω, προσφέρω(support financially) (χρήματα για κτ) My parents provided money for my studies abroad. |
κάνω δωρεά(donate, give money) Μπες στην ιστοσελίδα του φιλανθρωπικού σωματείου αν θέλεις να κάνεις δωρεά. Log on to the charity's website if you want to contribute. |
προσφέρω(propose to give) (κάτι σε κάποιον) Της προσέφερε πατατάκια. He offered her some potato chips. |
συνεισφέρω, προσφέρω(give, contribute: money) (χρήματα) |
προσφέρω(offer, put forward) |
κάνω προσφορά(auction: offer) (ποσό για κάτι) Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία. He bid one hundred euros for the painting at the auction. |
παρέχω, προσφέρω, δίνω(supply with, make available) Επικοινώνησε με τη γραμματέα του σχολείου που θα σου δώσει τα απαραίτητα έντυπα. Contact the school secretary, who will provide you with the necessary forms. |
προσφέρω(present as a sacrifice) Agamemnon offered up his daughter as a sacrifice to Zeus. |
παρέχω, προσφέρω(figurative (provide) (μεταφορικά) If you dish up the same old excuses, it is no wonder nobody believes you any more. |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω(make a financial contribution) (χρηματικό ποσό) I put some money in my friend's new business, but I've yet to see any return on my investment. |
συνεισφέρω(give tenth of income to charity, church) (σε σκοπό) My uncle tithes his salary to the Pentecostal church. |
προσφέρω(make sth available) Προσφέρουμε τεράστια αμοιβή για την ασφαλή επιστροφή του σκύλου μας. We are offering a huge reward for the safe return of our dog. |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω(contribute) Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό. If we all put in £15, that will cover the bill. |
δίνω, προσφέρω(give money or resources) (κτ σε κτ) Ο Τζέφρυ προσφέρει κάθε χρόνο χρήματα σε ένα καταφύγιο ζώων της περιοχής. Jeffrey contributes money to a local animal shelter every year. |
δωρίζω, χαρίζω(things: give, contribute) Ευχαριστούμε όλες τις τοπικές επιχειρήσεις που προσέφεραν βραβεία για τη σημερινή κλήρωση. Thanks to all the local businesses who donated prizes for today's raffle. |
δελεάζω(figurative, informal (offer as incentive) Πρόσφερέ του αύξηση και θα δεις τι θα γίνει. Dangle a raise in front of him and see what happens. The boss dangled extra overtime pay before the employees for working on the holiday. |
προσφέρω(propose to give sth) (κάτι σε κάποιον) Θα έπρεπε να προσφέρεις το τελευταίο σου γλυκό στην αδερφή σου. You should offer your last sweet to your sister. |
παρέχω, προσφέρω(provide) (κτ σε κπ/κτ) Η Ναταλί πρόσφερε τις δεξιότητές της στην εταιρεία περιμένοντας κάποιο αντάλλαγμα. Natalie lent her skills to her company in expectation of a return. |
προσφέρω(make available to) (κάτι σε κάποιον) Του πρόσφερα τη βοήθειά μου. I offered him my help. |
κερνάω, κερνώ(pay for sb) (κάποιον ή κάποιον κάτι) Της έκανε δώρο ένα σαββατοκύριακο σε σπα. She treated her friend to lunch. He treated her to a weekend at a spa. |
συνεισφέρω(contribute: ideas) (επίσημο) Έδωσε αρκετές καλές ιδέες. She input a number of good ideas. |
προσφέρω(offer: time, services, etc.) Ευχαριστούμε αυτούς που πρόσφεραν τον χρόνο και το ταλέντο τους για να καταστήσουν επιτυχές αυτό το έργο. Thank you to those who have volunteered their time and talents to make this project a success. |
προσφέρω(formal (provide, give) Αυτό το διαμέρισμα προσφέρει ωραία θέα στην πόλη. This apartment affords a fine view of the city. |
προσφέρω(propose to pay) (κάτι σε κάποιον) Μας πρόσφεραν τριακόσιες χιλιάδες για το σπίτι. They've offered us three hundred thousand on the house. |
κερνάω(informal (treat, pay for) Will you stand me a drink? |
προσφέρω(give: as sacrifice) They offered it as a sacrifice to the gods. |
προσφέρω(offer) She volunteered her help for the weekend. |
υποβάλλω(formal (offer) The young man tendered his thanks for the kindness the family had shown him. Olivia had had enough of her job and tendered her resignation. |
προσφέρω(give) (κάτι σε κάποιον) For his years of service, they presented him with a gold watch. |
προσφέρω(give as a gift) (κάτι σε κάποιον) They presented a bouquet of flowers to the winner. |
φιλοξενώ(provide lodging) Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει σήμερα το βράδυ. The hotel can't accommodate us tonight. |
βοηθάω, βοηθώ(help) Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα. Eva assists elementary school children with their homework every Tuesday afternoon. |
προσφέρω τιμή αγοράς(make an offer to buy) Sarah went to the auction and bid for lot number 305. |
προσφέρω υψηλότερη τιμή(bidding higher) |
προσφέρω υψηλότερη τιμή(bidding higher on sth) Simon bid his own lot up to make as much as possible on it. |
προσφέρω με έκπτωση, πουλάω με έκπτωση(reduce price) The store discounted the item down to half the original price. |
τέρπω(figurative (gratify) Art feeds the spirit. |
γεμίζω(satisfy) (καθομιλουμένη, μτφ) Δεν μπορώ να πω ότι η δουλειά μου στο σούπερ μάρκετ με ικανοποιεί πραγματικά. I can't say my job at the supermarket really fulfills me. |
προσφορά(act of giving) Ο Χάρυ εκτίμησε το ότι η Σάλλυ του χάρισε τσιγάρα αν και δεν κάπνιζε. Harry appreciated Sally's gift of the cigars, even though he didn't smoke. |
προσφέρω χαρά(be enjoyable) A beautiful sunset always gives me pleasure. |
πληρώνω(offer as salary) Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; It sounds like a good job, but what do they pay? |
ευχαριστώ(give pleasure) He knows how to please. |
ικανοποιώ(please sexually) A considerate man will find new ways of pleasuring his lover. |
προσφέρω επίμονα(offer a lot of alcohol, etc.) Μου πρόσφεραν επίμονα κρασί πριν να μου αναφέρουν τα νέα. They plied me with wine before they broke the news to me. |
προσφέρω επίσημο δείπνο(serve a feast to) |
προσφέρω βοήθεια(give help) The Good Samaritan Law rendered assistance to his enemy. |
θυσιάζω(religion: animal) Ο αρχιερέας πρόσφερε μια γίδα ως θυσία. The high priest sacrificed a goat. |
εργάζομαι(work for) (για κάποιον/κάτι) She served the company well for twenty-five years. |
προσφέρω εθελοντική εργασία(do unpaid charity work) Θα σε ενδιέφερε να προσφέρεις εθελοντική εργασία; Would you be interested in volunteering? |
προσφέρω δείπνο(treat to dinner and drinks) Την πήγε για δείπνο με σκοπό να κερδίσει τη συνεργασία της. He wined and dined her in an attempt to win her business. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of προσφέρω κίνητρο in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.