What does βαθμό in Greek mean?
What is the meaning of the word βαθμό in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use βαθμό in Greek.
The word βαθμό in Greek means καθοριστικά, έρευνα ικανοποίησης πελατών, βαθμολογώ, πολύ, σε μεγάλο βαθμό, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, σε ένα βαθμό, σε ακραίο βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, στο βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, κυρίως, με βαθμό "Καλώς", κόβω βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, ελάχιστα, αρκετά, υπερέχω σε βαθμό, αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό, ανοικοδομώ σε υπερβολικό βαθμό, υπερκαταναλώνω, υπερτιμώ, βαθμολογώ, γελοιωδώς, το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, τόσο ώστε, τόσο που, λίγο, κάπως, στον υπέρτατο βαθμό, παίρνω...βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε σημαντικό βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, στο μέγιστο βαθμό, στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση, στο μέγιστο βαθμό, στο μέγιστο βαθμό, σε ποιόν βαθμό, σε ποιόν βαθμό, ευρέως. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word βαθμό
καθοριστικά(significantly) Finishing the project on time is critically important. |
έρευνα ικανοποίησης πελατών(questionnaire) |
βαθμολογώ(education: award a grade to) The professor graded the performance an A+. |
πολύ(very much) Το υπερβολικά φορτωμένο φορτηγό αργά ανέβαινε τον λόφο. The heavily loaded truck slowly drove up the hill. |
σε μεγάλο βαθμό(informal (very much, greatly) (καθομιλουμένη) If we lose the contract, it will hurt us in a big way. |
μερικώς, σε κάποιο βαθμό(to an extent) |
σε μεγάλο βαθμό(largely) The President's re-election chances are in great measure tied to the health of the economy. |
σε ένα βαθμό(to an extent) |
σε ακραίο βαθμό(to an excessive degree) Ήταν ακραία αγενής. He was rude in the extreme. |
στο βαθμό που, στο μέτρο που(to the extent that, in that) Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται. They were rivals inasmuch as they had both published works on the subject. The rules - inasmuch as they exist at all - are generally ignored. |
στο βαθμό(rare, formal (to such an extent) All these issues are in so far a cause of difficulty that we cannot ignore them. |
στο βαθμό που, στο μέτρο που(to the extent that, in that) Both ideas, insofar as they can be called 'ideas', are equally preposterous. |
σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο(to the extent that) I will contribute to the Community Translation project insomuch as I am able. |
κυρίως(mainly, mostly) Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό. Clouds are largely made up of water. |
με βαθμό "Καλώς"(UK (university degree grade: 2:2) Hazel graduated with a lower-second class degree from the University of Reading. |
κόβω βαθμό(give lower grade to) Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις. The teacher marked my paper down because I misspelled so many words. |
σε μεγάλο βαθμό(to a very great extent) This car is massively overpriced. I will look elsewhere. |
ελάχιστα(to a minuscule degree) The twin was only minutely distinguishable from her sister. |
αρκετά(reasonably, fairly) Pete is ugly, but his brother is moderately handsome. |
υπερέχω σε βαθμό(be ranked more highly than) |
αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό(excessively worried or nervous) |
ανοικοδομώ σε υπερβολικό βαθμό(construct too many buildings) |
υπερκαταναλώνω(eat, do to excess) I can't go to the buffet because I will overindulge. |
υπερτιμώ(commend excessively) (δίνω υπερβολική αξία) |
βαθμολογώ(grade) The teacher rated her paper an "A". |
γελοιωδώς(to an unreasonable degree) The ridiculously complicated plan will never work. |
το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό(excessive self-gratification) |
μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό(to a limited extent) The road's closed: you can only go so far before you have to turn round. |
τόσο ώστε, τόσο που(to such a degree that) |
λίγο, κάπως(US, informal (to some degree) No matter what you say to him, he will always worry some. |
στον υπέρτατο βαθμό(utterly) After years of training, the gymnast was supremely confident that she would win the gold medal. |
παίρνω...βαθμό(US, informal (achieve a test result) (στο τεστ, διαγώνισμα) Ο αδερφός μου πάντα παίρνει καλό βαθμό στα τεστ. My brother always tests well. |
σε κάποιο βαθμό(to some degree) I agree with you to a certain extent, but not entirely. |
σε σημαντικό βαθμό(rather a lot, to quite a degree) |
σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο(largely, extremely) He is witty to a great degree and great fun to talk with. |
σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο(largely, extremely) |
σε μεγάλο βαθμό(greatly) Humans share the DNA of chimpanzees to a large extent. |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος(slightly, a little) |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος(slightly, a little) I am to a small extent sympathetic to their problems. |
σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό(to a certain degree) I'm only happy with the job you did to an extent. |
σε κάποιο βαθμό(to a certain extent) Intelligence is determined to some degree by genetics. |
σε κάποιο βαθμό(to a certain degree) Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας. You have to admit you're to blame to some extent. We all suffer to some extent when we're far away from our loved ones. |
σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό(so greatly that) Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα. He yelled to such an extent that my ears almost burst. |
στο μέγιστο βαθμό(to the most excessive degree) Jason's paintings exhibit a similar sense of anger, but he takes it to the extreme. |
στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση(to the maximum degree) |
στο μέγιστο βαθμό(figurative (to the extreme) I will back you to the hilt. |
στο μέγιστο βαθμό(to the extreme) The car thief took things to the limit and wound up killing a man. |
σε ποιόν βαθμό(the degree to which) Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους; To what extent do you think this program will affect young people? |
σε ποιόν βαθμό(to what degree) We know that schools will be targeted in the upcoming budget cuts, but we do not yet know to what extent. |
ευρέως(to large extent) Μεταδόθηκε ευρέως ότι ο διάσημος είχε πεθάνει, αλλά τελικά επρόκειτο για φάρσα. It was widely reported that the celebrity had died, but it turned out to be a hoax. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of βαθμό in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.