Τι σημαίνει το Gentili στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Gentili στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Gentili στο Ιταλικό.

Η λέξη Gentili στο Ιταλικό σημαίνει εθνικός, καλός, ευγενικός, καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος, ήπιος, πράος, ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός, καλοπροαίρετος, καλοσυνάτος, ήπιος, πράος, ήρεμος, ευγενικός, σαν καλό παιδί, ζεστός, θερμός, καλός, αγαθός, φίλος, μητρικός, στοργικός, γοητευτικός, ευγενικός, που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ, ευγενής, ευγενικός, στοργικός, τρυφερός, ευγενικός, φιλικός, ευγενικός, ευχάριστος, ήπιος, ήσυχος, ήρεμος, απαλός, ευγενής, αρνητικός, δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι, δυόσμος, ευγενική ψυχή, με την ευγενική παραχώρηση, φιλικός, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, καλός, είμαι καλός με κπ, καλό παιδί, καλό παιδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Gentili

εθνικός

aggettivo (non ebreo) (όχι εβραίος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È difficile trovare un ristorante gentile aperto a Natale.

καλός, ευγενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quell'uomo gentile mi ha aiutato ad attraversare la strada.
Αυτός ο καλός (or: ευγενικός) κύριος με βοήθησε να περάσω απέναντι.

καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lei è proprio gentile; si è presa un po' di tempo per aiutarmi con i miei compiti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι τόσο καλή. Βρήκε χρόνο να με βοηθήσει με τα μαθήματά μου.

ήπιος, πράος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred era di animo gentile e amato da tutti.
Ο Φρεντ ήταν ένας πράος άνθρωπος, αγαπητός από όλους.

ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός

aggettivo (αβρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi modi gentili mettevano tutti a proprio agio.

καλοπροαίρετος, καλοσυνάτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi ha fatto un sorriso cortese e mi ha porto una busta.
Μου έριξε ένα καλοσυνάτο (or: καλοπροαίρετο) χαμόγελο και μου έδωσε το φάκελο.

ήπιος, πράος, ήρεμος, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chi poteva immaginare che il mite signor Smith si sarebbe rivelato un assassino?

σαν καλό παιδί

aggettivo (σε παιδί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sii gentile, puoi passarmi la medicina?
Έχεις την καλοσύνη να μου φέρεις τα φάρμακά μου;

ζεστός, θερμός

aggettivo (μτφ: καλοσύνη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha un cuore gentile ed accoglie tutti.
Έχει ζεστή (or: καλή) καρδιά και καλοδέχεται τους πάντες.

καλός, αγαθός

aggettivo (persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi è sempre sembrato una persona affabile e generosa.

φίλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sii gentile, puoi prestarmi dei soldi?

μητρικός, στοργικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η μητρική στάση της κάνει ευτυχισμένους όλους τους υπαλλήλους.

γοητευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chi è quel signore galante laggiù?

ευγενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dicono tutti che è gentile di persona proprio come lo è sullo schermo.
Όλοι λένε ότι είναι τόσο γλυκός στη ζωή όσο είναι και στην οθόνη.

που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sforzati di essere cortese con le persone anziane.
Κάνε μια προσπάθεια να σκέφτεσαι τους ηλικιωμένους.

ευγενής, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dovresti essere cortese anche se qualcuno è maleducato con te.

στοργικός, τρυφερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευγενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenere la porta aperta per l'anziana signora era un gesto rispettoso da fare.
Ήταν ευγενικό που κράτησε ανοιχτή την πόρτα για την ηλικιωμένη κυρία.

φιλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Invitarli a venire con noi è una cosa cortese da fare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είχαμε μια φιλική κουβέντα πριν από τη σύσκεψη.

ευγενικός, ευχάριστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il sorriso dolce di Catherine la faceva apprezzare da tutti.

ήπιος, ήσυχος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim era una persona molto gentile con cui era facile andare d'accordo.
Ο Τιμ ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος και μπορούσες εύκολα να τα πας καλά μαζί του.

απαλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Diede al bimbo un tenero bacio sulla guancia.

ευγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρνητικός

(figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sharon ha fatto un commento indelicato quando ha detto che il nuovo taglio di capelli della sorella la faceva sembrare vecchia.

δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυόσμος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Callie coltiva della menta romana, origano e due tipi di basilico nel suo giardino di erbe aromatiche.

ευγενική ψυχή

sostantivo femminile (άτομο: ευγενής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με την ευγενική παραχώρηση

(άδεια χρήσης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questi manifesti sono per gentile concessione del Ministero del Turismo.

φιλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata amichevole con la nuova ragazza che ha apprezzato la sua gentilezza.
Ήταν φιλική με το καινούριο κορίτσι, το οποίο εκτίμησε την καλοσύνη της.

έχω φιλικές σχέσεις με κπ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ti comporti in modo gentile coi tuoi vicini di casa?
Έχεις φιλικές σχέσεις με τους γείτονες σου;

καλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vita non è stata gentile con lei. Ascolta, sinora sono stato fin troppo buono nei tuoi confronti, ma adesso devi cominciare ad impegnarti di più.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια.

είμαι καλός με κπ

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia figlia è gentile con me: viene a trovarmi ogni domenica e porta della torta.

καλό παιδί, καλό παιδάκι

sostantivo femminile (καθομιλουμένη: συνήθως σε νεότερο)

Comportati da persona gentile e aiutami con i piatti.
Θα μου δώσεις ένα χεράκι με τα πιάτα σαν καλό παιδί;

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Gentili στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.