Τι σημαίνει το pensaci στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pensaci στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pensaci στο Ιταλικό.

Η λέξη pensaci στο Ιταλικό σημαίνει νομίζω ότι θα, βρίσκω, νομίζω, πιστεύω, σκέφτομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, νομίζω, πιστεύω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, κοιτάω, κάνω, καταλαβαίνω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι, θεωρώ, πιστεύω, σκέφτομαι να κάνω κτ, συμπεραίνω, συνάγω, αισθάνομαι, κρίση, εκτίμηση, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, περνάω από το μυαλό κάποιου, πιστεύω, υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, στύβω το μυαλό μου, υπολογίζω, εκτιμώ, υποθέτω, εκτιμώ, μου λέει, νομίζω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, σκέφτομαι, λογική, κανονίζω, κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εντελώς, τελείως, φαντάσου, σκέψου, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, Έλα τώρα!, σκέψη, τρόπος σκέψης, τρόπος σκέψης, δημιουργική σκέψη, σκέφτομαι να κάνω κτ, έχω την εντύπωση ότι/πως, έχω καλή γνώμη για κπ, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω, ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή, σκέφτομαι αυτόνομα, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, σκέψου τώρα, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, εκλογικεύω, ζω οικολογικά, υπεραναλύω, σκέφτομαι θετικά, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, σκοπεύω, σχεδιάζω, υπολογίζω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, σκέφτομαι, κατευθείαν, αμέσως, γρήγορα, βιαστικά, χαζός, πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ, σκέφτομαι δημιουργικά, σκέφτομαι, ψάχνω, υπεραναλύω, βλέπω, σκέφτομαι, ξεπερνώ, ξεχνώ, σκέφτομαι, υποθέτω, αναλαμβάνω, σκέφτομαι να κάνω κτ, σχεδιάζω, σκοπεύω, αυτό που πιστεύω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, αλλάζω γνώμη, σκέψου καλά, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, σκέφτομαι ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pensaci

νομίζω ότι θα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che andrò in drogheria adesso.
Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ehi Jane, ho appena pensato a una soluzione per il tuo problema!
Έι Τζέιν, μόλις βρήκα μια λύση για το πρόβλημά σου!

νομίζω, πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che Tom venga con noi. Adesso glielo chiedo.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert uscì per riflettere un momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

verbo intransitivo (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non disturbarlo, sta pensando.

νομίζω, πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa pensi che succederà?
Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί;

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ultimamente ho pensato molto a questa faccenda.

σκέφτομαι

(con discorso diretto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο αστυνομικός συλλογιζόταν ότι η δουλειά του απαιτεί υπομονή.

κοιτάω, κάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensa agli affari tuoi e non dire agli altri cosa fare.
Κοίτα (or: Ασχολήσου με) τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.

καταλαβαίνω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non so cosa pensare dei suoi comportamenti. Cosa pensi di questa macchina?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci penserò (or: rifletterò) e ti farò sapere.
Θα το σκεφτώ και θα σε ενημερώσω.

σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θεωρώ, πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto pensando di fare un viaggio in Europa dopo aver finito l'università.

συμπεραίνω, συνάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι

(pensare) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentiva che le sue azioni erano ingiuste.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

κρίση, εκτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A suo stesso avviso, è un bravo attore!

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ, πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald vuole sempre incontrare i ragazzi di sua figlia per vedere se può ritenerli adatti a lei.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub.
Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ.

περνάω από το μυαλό κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ti è venuto in mente che lei potrebbe opporsi a questo?
Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει;

πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo che non pioverà domani, ma non ne sono sicuro.
Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

υποπτεύομαι, υποψιάζομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'idraulico dice che può fare tutto il lavoro in un'ora, ma sospetto che ci vorrà più tempo.
Ο υδραυλικός λέει ότι μπορεί να κάνει όλη τη δουλειά σε μια ώρα, αλλά υποψιάζομαι ότι θα πάρει παραπάνω.

στύβω το μυαλό μου

Ci stavamo lambiccando il cervello, ma non riuscivamo ancora a trovare una soluzione.

υπολογίζω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che ci siano cinquanta persone nella stanza.

υποθέτω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Immagino che voglia andare al campeggio, ma non ne sono sicuro.

μου λέει

(αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che te ne pare di questa idea?
Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;

νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che dovremmo prendere quella strada.
Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In questo momento non lo so; devo pensarci ancora.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era triste e pensava tutto il tempo alla sua situazione.
Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non pensare nemmeno di chiedermi di farti altri favori!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso a lui come a un mio amico.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pensavamo di andare al nuovo ristorante italiano stasera.

σκέφτομαι

verbo intransitivo (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non puoi lasciarmi! Pensa ai bambini!
Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά!

λογική

(τρόπος σκέψης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La logica formale usa simboli per esprimere idee.

κανονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si potrebbe pensare che Barbara sia una ragazza snob, ma non è così: è solo molto timida e riservata.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cosa? Questo è quanto di più stupido si possa pensare! Non puoi coltivare le banane nel deserto!

φαντάσου, σκέψου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensa soltanto a quanto saranno tutti sorpresi di rivederti!
Φαντάσου μόνο πόσο θα εκπλαγούν όλοι που θα σε ξαναδούν!

κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς

interiezione (colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ti preoccupare, non mi è costato niente! Lascia stare! non mi devi proprio niente.
Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα.

Έλα τώρα!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρόπος σκέψης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se gli parlo sarà d'accordo con il nostro modo di pensare.

τρόπος σκέψης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δημιουργική σκέψη

sostantivo maschile

σκέφτομαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sto pensando di raccontare ai tuoi genitori quello che hai fatto.

έχω την εντύπωση ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho l'impressione che tu non ti fidi abbastanza di me.

έχω καλή γνώμη για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci penserò e ti farò sapere quello che ho deciso.

έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι αυτόνομα

verbo intransitivo

σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά

verbo intransitivo

σκέψου τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι

(figurato: pensiero spiacevole)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκλογικεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζω οικολογικά

υπεραναλύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκέφτομαι θετικά

Il test ti andrà bene. Continua a pensare positivo!

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

Juliet ha dovuto riflettere a fondo riguardo alla proposta di matrimonio di Romeo. Devo rifletterci bene prima di prendere una decisione.

σκοπεύω, σχεδιάζω

verbo intransitivo (intenzione) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non penso di tornare a casa prima di mezzanotte.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non contavo di andare in pensione a 59 anni; e invece eccomi qui in pensione!

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

verbo intransitivo (discutere l'intenzione di)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pare che stiano pensando di licenziare qualche dipendente.

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rifletti su ciò che ti ho detto e fammi sapere domani che cos'hai deciso.
Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες.

κατευθείαν, αμέσως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il capo ha respinto le mie idee su due piedi, non mi ha neanche fatto domande.

γρήγορα, βιαστικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαζός

(figurato) (μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La gente qui ha dei comportamenti fastidiosi perché pensa che le sia tutto dovuto.

σκέφτομαι δημιουργικά

verbo intransitivo

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stata una decisione difficile e ci ho riflettuto su per molto tempo prima di prenderla.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω.

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto pensando ad alcune frasi d'esempio che siano davvero efficaci.

υπεραναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω, σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti va di uscire stasera? Beh, ci pensiamo quando avrai finito tutti i compiti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

ξεπερνώ, ξεχνώ

(vita sentimentale) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ci sono voluti mesi per dimenticare Jake dopo che ci siamo lasciati.
Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo impiegato così tanto tempo a riflettere su dove cenare che è diventato troppo tardi per prenotare.

υποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che si sia perso di nuovo.
Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι.

αναλαμβάνω

(provvedere a [qlcs])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penserà lui all'organizzazione del viaggio.
Ο Φιλ θα αναλάβει να κανονίσει τα του ταξιδιού.

σκέφτομαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.

σχεδιάζω, σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου.

αυτό που πιστεύω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna pensa che Ned non ce la farà.
Η Άννα πιστεύει ότι ο Νεντ θα αποτύχει.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως κπ κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando mio marito definisce "interessante" il cibo che ho cucinato, credo che intenda che non gli piace. Credevo che John fosse nelle Fiji, ma mi sbagliavo di grosso: era in Venezuela.
Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει.

αλλάζω γνώμη

σκέψου καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lui ritiene che quelle azioni siano illegali.

σκέφτομαι ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando non l'ho visto a scuola ho pensato che fosse a casa malato.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pensaci στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.