Τι σημαίνει το prendila στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prendila στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prendila στο Ιταλικό.

Η λέξη prendila στο Ιταλικό σημαίνει παίρνω, παίρνω, κολλάω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, κάθομαι, δέχομαι, παίρνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, κλέβω, αρπάζω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, έχω σήμα, πιάνω, πιάνω, καταδικάζομαι σε κτ, παίρνω, αρρωσταίνω, παίρνω, μαζεύω, βρίσκω, κολλάω, κολλώ, με πιάνει, παρουσιάζω, τρώω, αναχωρώ, αποπλέω, παίρνω, συγκινώ, βρίσκω, παίρνω, κάνω χρήση, τραβάω, τραβώ, παίρνω, παίρνω, διαλέγω, κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, παίρνω, πιάνω, κλείνω, πιάνω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, πιάνω, μαζεύω, αντλώ, παίρνω, τρώω, παίρνω, βάζω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ, περνάω κπ/κτ για κπ/κτ, παίρνω κτ από κπ, αρπάζω, μου μένει, παίρνω, παίρνω, δανείζομαι κτ από κτ, ξάγρυπνος, δανεισμός, ιεροσύνη, αϋπνία, τα χώνω, τη λέω, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, σαλπάρω, αποπλέω, καθιερώνομαι, γίνομαι σκνίπα, γίνομαι ντίρλα, λιώνω, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, λέω, δανείζομαι, κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω, κόβω δρόμο, εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία, αυτοσχεδιάζω, σκέφτομαι, σηκώνω, ανεβάζω, σέρνω από τη μύτη, παρεκκλίνω, παντρεύομαι, πειράζω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, μετράω, μετρώ, κάνω ηλιοθεραπεία, θηλάζω, χρονομετρώ, δανείζομαι κτ από κπ/κτ, νοικιάζω, νοικιάζω κτ από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prendila

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso i soldi ed è corsa al negozio.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill deve prendere un autobus dal centro.
Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη.

κολλάω

(malattie) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah prende il raffreddore tutti gli inverni.
Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prenda pure un dolce dal vassoio.
Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un mezzo di trasporto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prendiamo un taxi per tornare a casa stasera.
Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι.

πιάνω

verbo intransitivo (piante: attecchire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Spero che i lillà prendano perché sarebbe il mio sogno di averne un cespuglio.

παίρνω

(il potere) (τον έλεγχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I generali hanno preso il potere e hanno esiliato il presidente.

παίρνω

(catturare, occupare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercito ha preso la città dopo un combattimento di quarantott'ore.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo preso dieci coppie di fagiani nella battuta caccia.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha preso il criminale senza nessun problema.

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prego, entra e prendi posto.
Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In questa scuola prendiamo solo gli studenti più intelligenti.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ingerire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prende la medicina senza lamentarsi.

παίρνω

(giochi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso uno dei pedoni dell'avversario nella partita di scacchi.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riesco a prendere la palla con una mano sola.
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι.

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason l'ha presa per il polso.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

κλέβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non aveva i soldi per pagare le caramelle, così se le è prese e via.
Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε.

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rubare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro mi ha preso la borsa ed è scappato.
Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας.

αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (considerare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non so come prendere quello che mi hai appena detto.

έχω σήμα

(radio, tv) (ραδιόφωνο, τηλεόραση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ricevi il canale di New York a casa tua?
Πιάνεις τα κανάλια της Νέας Υόρκης σπίτι σου;

πιάνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mosca è stata catturata nella rete del ragno.
Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης.

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (caccia, pesca)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo catturato cinque salmoni al fiume.
Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι.

καταδικάζομαι σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il criminale ha ottenuto l'ergastolo.
Επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης στον εγκληματία.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una porzione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno aperto una bottiglia di vino ma io non ne ho preso.
Άνοιξαν ένα μπουκάλι κρασί, αλλά εγώ δε συμμετείχα σε αυτό.

αρρωσταίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (malattia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi sono appena presa un raffreddore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo prendere della birra da qualche parte.
Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου.

μαζεύω, βρίσκω

(coraggio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob ha preso coraggio e l'ha fatto.
Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε.

κολλάω, κολλώ

(μτφ, καθομ: αρρώστια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso l'influenza e è dovuto rimanere a casa.
Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι.

με πιάνει

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non so che cosa mi ha preso ma non riesco a smettere di piangere. Sono stato preso da una strana sensazione di gioia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi è venuto il raffreddore durante il weekend.

τρώω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ordinare al ristorante, bar) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho preso una bevanda e un biscotto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήραμε γερό πρωινό σήμερα για να μας κρατήσει όλη μέρα.

αναχωρώ, αποπλέω

(in mare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La portaerei ha preso il mare con ottanta aerei a bordo.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vado a prendere un altro cartone di latte.
Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα.

συγκινώ

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo film mi prende tutte le volte.

βρίσκω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pallottola l'ha preso allo stomaco.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una decisione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess deve prendere una decisione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

κάνω χρήση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha iniziato a prendere cocaina.
Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης.

τραβάω, τραβώ

(carte da gioco) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso una carta dalla cima del mazzo.

παίρνω

(droghe) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tossicomane ha preso un sacco di acidi quando era in vita.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (φάρμακα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλέγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brenda deve scegliere il suo gusto preferito per il gelato.
Η Μπρέντα πρέπει να διαλέξει την αγαπημένη της γεύση παγωτού.

κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Kate ha colto dei frutti non ancora maturi dal pesco per far crescere di più gli altri.
Η Κέιτ έκοψε μερικά άγουρα φρούτα από τη ροδακινιά ώστε τα υπόλοιπα να μεγαλώσουν περισσότερο.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho preso una A in spagnolo.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia alla fine l'ha preso.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore prima chiami per prendere un appuntamento.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred aveva afferrato palle per tutta la sua carriera.

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αιχμαλωτίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scacchi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non lasciar mai che la regina del tuo avversario mangi il tuo cavallo.

πιάνω, μαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il disinfestatore ha catturato un gran numero di ratti e poi ha sistemato le trappole.

αντλώ, παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trae ispirazione dal suo passato.

τρώω

(φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω, βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho preso tre chili durante le vacanze.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

(σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'intensità della musica comincia ad aumentare.

παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω κπ/κτ για κπ/κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi ha scambiata per la sua serva! Mi prendi per uno stupido?

παίρνω κτ από κπ

Il suo amico gli prese la TV.
Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση.

αρπάζω

(καθομ, μτφ: πιάνω φωτιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lou ha acceso un fiammifero e la benzina ha preso fuoco.

μου μένει

verbo intransitivo (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho provato a imparare alcune parole di giapponese, ma non sembrano proprio attecchire.
Έχω προσπαθήσει να μάθω μερικές λέξεις στα γιαπωνέζικα αλλά δεν φαίνεται να μου μένουν.

παίρνω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo musical prende ispirazione da un'opera di Shakespeare.

παίρνω

(confiscare) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha preso la rivista allo studente.

δανείζομαι κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Questo verso di poesia è preso dall'Inferno di Dante.
Αυτός ο στίχος είναι δανεισμένος από την Κόλαση του Δάντη.

ξάγρυπνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δανεισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il politico sostenne la necessità di un minore prestito statale quale mezzo per aumentare il benessere fiscale.

ιεροσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
David ha deciso di entrare nel sacerdozio quando era ancora un bambino.

αϋπνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα χώνω, τη λέω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sei molto brava ad avventarti sugli altri, ma quando qualcuno ti attacca non ti piace.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avresti dovuto considerare la loro età.
Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις.

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σαλπάρω, αποπλέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Salpammo aspettandoci un viaggio tranquillo, ma presto la tempesta ci costrinse a rientrare in porto.
Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι.

καθιερώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα.

γίνομαι σκνίπα, γίνομαι ντίρλα

(informale) (στο μεθύσι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

λιώνω

(colloquiale: ubriacarsi) (μτφ, καθομ: μεθάω πολύ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stavo coricato a letto senza riuscire ad addormentarmi.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξύπνιος. Ήταν αδύνατο να με πάρει ο ύπνος.

λέω

(in discussione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se sapete la risposta, intervenite pure.
Αν ξέρεις την απάντηση, σε παρακαλώ πες την.

δανείζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi prestarmi la tua penna?
Μπορώ να δανειστώ το στυλό σου;

κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω δρόμο

(fare una scorciatoia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La strada da fare è ancora lunga, ma se tagliamo attraverso i campi la accorciamo di almeno mezz'ora.

εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυτοσχεδιάζω

(για κάποιο θέμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un bambino mi ha chiesto di sollevarlo, così ha potuto vedere meglio la parata.
Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση.

σέρνω από τη μύτη

(μεταφορικά)

παρεκκλίνω

(figurato: smarrirsi, perdersi) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcia è diventata una consulente per aiutare gli adolescenti sbandati.

παντρεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve ha sposato l'amore della sua infanzia.

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική.

σκέφτομαι

(idea, opinione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις;

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adesso misura le prossime dieci tavole da tagliare.

κάνω ηλιοθεραπεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Γουέντι έκανε ηλιοθεραπεία στην παραλία όλο το απόγευμα.

θηλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La neomamma ha avuto difficoltà ad allattare il suo bambino.

χρονομετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'allenatore ha cronometrato lo scatto del corridore.
Ο προπονητής χρονομέτρησε την κούρσα του αθλητή.

δανείζομαι κτ από κπ/κτ

(μεταφορικά)

Molte religioni adottano le credenze di religioni più antiche.
Οι περισσότερες θρησκείες δανείζονται ιδέες από τις παλιότερες.

νοικιάζω

(prendere in affitto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kam ha affittato una casa con due suoi amici.
Ο Καμ νοίκιασε ένα σπίτι με τους δύο φίλους του.

νοικιάζω κτ από κπ

(prendere in affitto)

Frank ha affittato un immobile da suo zio.
Ο Φρανκ νοίκιασε ένα ακίνητο από τον θείο του.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prendila στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.