Τι σημαίνει το primes στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης primes στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του primes στο Γαλλικά.
Η λέξη primes στο Γαλλικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, κλέβω, παίρνω, παίρνω, χρειάζομαι, πιάνω, παίρνω, κάθομαι, παίρνω, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, αφαιρώ, παίρνω, πιάνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, αρπάζω, τρώω, παίρνω, πιάνω, δέχομαι, κολλάω, παίρνω, δέχομαι, παίρνω, πιάνω, πήζω, πιάνω, βλέπω, καθιερώνομαι, χρεώνομαι το φταίξιμο, αρπάζω, αρπάζω, έχω απήχηση, παίρνω, ανεβαίνω, χοροπηδώ, τρώω, παίρνω, παίρνω, βάζω, πιάνω, χρησιμοποιώ, χρειάζομαι, βάζω, παίρνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κολλάω, τραβάω, τραβώ, αναχωρώ, αποπλέω, δένω, παίρνω, κλείνω, σπάω, σπάζω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, τραβάω, βγάζω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, παίρνω, στερεοποιούμαι, παίρνω, κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe, αρπάζω, βγάζω, τρώω, συλλαμβάνω, αρπάζω, ασφάλιστρο, μπόνους, αμοιβή, επίδομα απόδοσης/παραγωγικότητας, έξοχος, εξαίρετος, εξαιρετικός, αμοιβή, επίδομα, βραβευμένος, παίρνω κτ από κπ, κάνω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, τρομαγμένος, φοβισμένος, χρονοβόρος, ιεροσύνη, ρισκάρω, απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση, πιάνω, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, βγάζω ρίζες, κάθομαι, παριστάνω, καίγομαι, παχαίνω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω, επιπλήττω, σκέφτομαι, επιτίθεμαι, αντικαθιστώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης primes
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a pris l'argent et a couru au magasin. Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
κλέβωverbe transitif (voler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'avait pas l'argent pour s'acheter la friandise, alors il l'a simplement prise. Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε. |
παίρνωverbe transitif (se servir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il vous plaît, prenez donc un gâteau du plateau. Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο. |
παίρνωverbe transitif (un moyen de transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris un taxi pour rentrer à la maison à la fin de la soirée. Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι. |
χρειάζομαιverbe transitif (temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combien de temps cela a-t-il pris ? // Cela m'a pris toute la journée pour finir ce travail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσος χρόνος απαιτείται; |
πιάνωverbe intransitif (plante) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'espère vraiment que le lilas prendra ; j'adorerais avoir une haie de lilas. |
παίρνωverbe transitif (le pouvoir,...) (τον έλεγχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les généraux ont pris le pouvoir et ont envoyé le Président en exil. |
κάθομαι(un siège) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε. |
παίρνωverbe transitif (des médicaments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prend ses médicaments sans se plaindre. |
παίρνωverbe transitif (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette comédie musicale prend son inspiration dans une pièce de Shakespeare. |
κάνωverbe transitif (un bain, une douche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis tellement sale. J'ai vraiment besoin de prendre un bain. |
βάζωverbe transitif (du sel, poivre, sucre,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je prends deux sucres avec mon café. |
κάνω(des vacances) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris nos vacances en Argentine l'année dernière. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
αφαιρώverbe transitif (une vie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le meurtrier a pris de nombreuses vies. |
παίρνωverbe transitif (Jeu : capturer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a pris l'un des pions de son adversaire lors de la partie d'échecs. |
πιάνωverbe transitif (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mouche était prise dans la toile de l'araignée. Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης. |
αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne sais pas comment prendre ce que tu as dit. C'est un travail important, on doit le prendre au sérieux. |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voleur a pris mon sac et s'est enfui. Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας. |
τρώω(nourriture) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai pris une boisson et un biscuit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήραμε γερό πρωινό σήμερα για να μας κρατήσει όλη μέρα. |
παίρνω(Militaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a pris la ville après quarante-huit heures de combat. |
πιάνωverbe transitif (Chasse, Pêche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris (or: attrapé) dix paires de faisans lors de la partie de chasse. |
δέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne prend que les étudiants les plus intelligents dans cette université. |
κολλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai eu beau le lécher plusieurs fois, le timbre n'a pas collé. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais juste acheter du lait. Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα. |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acceptez-vous les cartes de crédit ? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
παίρνωverbe transitif (un bus, un train,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guillaume doit attraper (or: prendre) le dernier bus pour rentrer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη. |
πιάνωverbe transitif (une proie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons attrapé (or: pris) cinq saumons dans la rivière. Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι. |
πήζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gelée sera solidifiée dans quatre heures. Το ζελέ θα πήξει σε τέσσερις ώρες. |
πιάνωverbe transitif (στα πράσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police l'a attrapé (or: surpris, or: pris) sur le fait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le docteur va vous recevoir tout de suite. |
καθιερώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a fallu du temps pour que la nouvelle organisation se mette en place. Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα. |
χρεώνομαι το φταίξιμο(figuré, populaire) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζω(κάνω δικό μου κάτι ξένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui m'a pris mon stylo (or: qui a pris mon stylo) ? |
αρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω απήχησηverbe intransitif (idée, enthousiasme...) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παίρνωverbe transitif (le bus, le train) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je prends le bus pour aller au travail tous les jours. Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά. |
ανεβαίνω, χοροπηδώ(un véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je vais en ville, je prends généralement un bus plutôt que la voiture. Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο. |
τρώωverbe transitif (nourriture, boisson) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de ne pas prendre de vin, car je dois rentrer à la maison en voiture. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω, βάζωverbe transitif (du poids) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai pris six livres pendant les vacances. Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές. |
πιάνωverbe transitif (un poisson) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina a pris quelques poissons ce matin. Η Τίνα έπιασε μερικά ψάρια σήμερα το πρωί. |
χρησιμοποιώ, χρειάζομαιverbe transitif (du temps...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce projet va prendre pas mal de ton temps. Αυτό το πρότζεκτ θα σου πάρει τον περισσότερο χρόνο σου. |
βάζω, παίρνωverbe transitif (du poids) (βάρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Keith a pris 20 kg depuis qu'il s'est séparé de sa femme. Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι(un accent, un air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prit une voix aiguë énervante pour imiter sa sœur. |
κολλάωverbe transitif (une habitude) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maria avait peur que son fils ne prenne de mauvaises habitudes d'autres enfants à l'école. Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο. |
τραβάω, τραβώverbe transitif (une photographie) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris 50 photos. Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες. |
αναχωρώ, αποπλέωverbe transitif (les airs, la mer, la route) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le porte-avions a pris la mer avec quatre-vingts avions à bord. |
δένωverbe intransitif (colle) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tiens le panneau en bois en place pendant quelques minutes le temps que l'adhésif prenne. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι δυο τους έχουν δέσει πολύ καλά από τότε που άρχισαν να δουλεύουν μαζί. |
παίρνωverbe transitif (une décision) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tess doit prendre une décision. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις. |
κλείνωverbe transitif (un rendez-vous) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appelez d'abord pour prendre un rendez-vous. Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού. |
σπάω, σπάζω(Tennis : le service) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur prit le service de son adversaire. |
παίρνωverbe transitif (drogues) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le drogué avait pris beaucoup d'acide de son vivant. |
παίρνω(un virage) (μτφ: τη στροφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture de sport prit le virage rapidement. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή. |
πιάνωverbe transitif (Chasse, Pêche) (για κυνήγι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris un faisan lors de notre partie de chasse. |
τραβάω, βγάζωverbe transitif (une photo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris une photo de la star. |
πιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel a réussi à prendre une table à côté de la fenêtre. |
αιχμαλωτίζωverbe transitif (Échecs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne vous faites jamais prendre votre cavalier par la reine de votre adversaire. |
παίρνωverbe transitif (de la drogue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu es vraiment bizarre ; tu as pris de la drogue ? |
στερεοποιούμαι(υγρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bouillon de poulet a durci dans la poêle. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si on retire aux gens leurs armes, ils ne pourront pas vous tuer. Αν πάρεις (or: κατασχέσεις) τα όπλα των ανθρώπων, δε θα μπορούν να σε σκοτώσουν. |
κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a pris la main et m'a mis dehors. Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά. |
βγάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous vous conseillons de prendre une assurance médicale avant de partir. Σε συμβουλεύουμε να βγάλεις ταξιδιωτική ασφάλεια πριν αναχωρήσεις. |
τρώωverbe transitif (Jeu de dames) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à croire qu'il ait pris trois de mes pions ! Je suis en train de perdre. |
συλλαμβάνω(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a capturé le suspect du meurtre. Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο για τον φόνο. |
αρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liz a saisi le ballon et a foncé vers le but. Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα. |
ασφάλιστροnom féminin (Assurance) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si vous ne payez pas vos primes à temps, votre assurance pourrait ne plus être valide. Αν δεν πληρώσεις τα ασφάλιστρά σου εγκαίρως, η ασφάλειά σου ίσως να μην είναι σε ισχύ. |
μπόνους
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) À chaque Noël, la société d'Harry offre une prime à tous ses employés. Κάθε Χριστούγεννα, η εταιρεία του Χάρυ δίνει μπόνους σε όλους τους υπαλλήλους. |
αμοιβήnom féminin (για σύλληψη καταζητούμενου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une prime d'un million de dollars sur la tête du terroriste présumé Προσφέρεται αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων για τον ύποπτο τρομοκράτη. |
επίδομα απόδοσης/παραγωγικότηταςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έξοχος, εξαίρετος, εξαιρετικόςadjectif (ayant reçu un prix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom était très fier de sa courge primée, qui avait remporté le premier prix à la foire du village. |
αμοιβή(argent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le poste offrait un bon salaire et des primes intéressantes. |
επίδομαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La prime d'engagement offerte par l'État incluait de l'argent et des terres. |
βραβευμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παίρνω κτ από κπ
Son ami lui a pris la télévision. Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de prendre des cours de français au semestre prochain. |
τραβάω, βγάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris plusieurs photos des jeunes mariés. Je prends toujours des tas de photos quand je suis en vacances. |
παίρνω(κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a pris (or: confisqué) le magazine à l'étudiant. |
τρομαγμένος, φοβισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chat effrayé s'est caché sous une chaise. Η τρομαγμένη γάτα κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. |
χρονοβόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιεροσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saisissez bien le chargement et assurez-vous qu'il ne soit pas trop lourd avant de le soulever. |
επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) N'hésitez à nous contacter si vous avez des questions. |
βγάζω ρίζες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάθομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καίγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je grossis quand je ne fais pas du sport régulièrement. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
ξεκινώ, αρχίζω(ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin. Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί. |
προσαρμόζομαι, συνηθίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιπλήττω(λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur l'a puni pour ses absences répétées. Η δασκάλα τον τιμώρησε επειδή απουσίαζε επανειλημμένα. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avez-vous envisagé les conséquences à long terme de cette décision ? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
επιτίθεμαι(βιαιοπραγώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν και μικρόσωμη, τις προάλλες επιτέθηκε στον σεκιουριτά που δεν την άφησε να μπει στο μπαρ και τον έστειλε στο νοσοκομείο για ράμματα. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του primes στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του primes
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.