Τι σημαίνει το systems στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης systems στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του systems στο Αγγλικά.

Η λέξη systems στο Αγγλικά σημαίνει σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, οργανισμός, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα συναγερμού, αυτόνομο νευρικό σύστημα, ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, συνεργασία, σύστημα πίνακα ανακοινώσεων, δίκτυο τεχνητών καναλιών, κεντρικό νευρικό σύστημα, κυκλοφορικό σύστημα, σύστημα ψύξης, σύστημα ψύξης, Σύστημα Διαχείρισης Βάσης Δεδομένων, σύστημα διακίνησης, σύστημα διανομής, πεπτικό σύστημα, δίκτυο αποχέτευσης, σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, σύστημα ψυχαγωγίας, απεκκριτικό σύστημα, σύστημα εξάτμισης, φεουδαρχία, σύστημα αρχείων, σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας, σύστημα υγείας, σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων, ανοσοποιητικό σύστημα, δικαστικό σύστημα, σύστημα κληρονομιάς, κληροδοτημένο σύστημα, νομικό σύστημα, δικαιοσύνη, σύστημα υποστήριξης ζωής, μεταιχμιακό σύστημα, λεμφικό σύστημα, μέθοδοι μάρκετινγκ, στρατηγική μάρκετινγκ, αξιοκρατικό σύστημα, μετρικό σύστημα, οροσειρά, Εθνικό Σύστημα Υγείας, νευρικό σύστημα, μη γραμμικό σύστημα, αριθμητικό σύστημα, λειτουργικό σύστημα, εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο, σύστημα χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σύστημα παροχής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, περιφερικό νευρικό σύστημα, πολιτικό σύστημα, ταχυδρομικό σύστημα, μεγάφωνο, σύστημα δημόσιας υγείας, αναπνευστικό σύστημα, σχολικό σύστημα, σύστημα ασφαλείας, δίκτυο αποχέτευσης, δίκτυο υπονόμων, ηλιακό σύστημα, ηχοσύστημα, σύστημα πελατειακών σχέσεων, σύστημα τεχνητής βροχής, star system, ομάδα στήριξης, συμπαθητικό νευρικό σύστημα, αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος, κατάρρευση συστήματος, σύστημα ιδεών, σύστημα αξιών, επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος, απαιτήσεις συστήματος, σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών, δικομματικό σύστημα, σύστημα αρχών, σύστημα αξιών, σύστημα παροχής νερού, υδατικό σύστημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης systems

σύστημα

noun (organized approach) (οργανωμένη προσέγγιση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a system for fixing this problem. You must follow it step by step.
Έχουμε μέθοδο για τη διόρθωση τέτοιων προβλημάτων. Πρέπει να την ακολουθήσεις βήμα βήμα.

σύστημα

noun (classification) (κατάταξη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have developed a system to classify animal species.
Έχουμε αναπτύξει ένα σύστημα κατάταξης των ειδών ζώων.

σύστημα

noun (nervous, digestive, lymphatic, etc.) (νευρικό, πεπτικό κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor diagnosed the problems his patient was having with his nervous system.
Ο γιατρός διέγνωσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ασθενής με το νευρικό του σύστημα.

σύστημα

noun (organized mechanical parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The system works through a set of interlocking wheels.

οργανισμός

noun (the body)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My system still hasn't recovered from that bad food that I ate two days ago.

σύστημα

noun (scientific principles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Newtonian system of mechanics was enormously successful.

σύστημα

noun (political)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The capitalist system is failing many people.

σύστημα

noun (computer setup)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My system is about four years old. I think it is time for a new computer.

σύστημα

noun (gravitational)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are twelve planets in this system.

σύστημα

noun (geological) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Iceland has some really fascinating rock systems.

σύστημα συναγερμού

noun (warns of intruders)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Following a burglary, I had an alarm system installed.

αυτόνομο νευρικό σύστημα

noun (controls involuntary functions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων

noun (obsolete, initialism (bulletin board system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbal expression (informal (do [sth] unconventional)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbal expression (informal (do [sth] opposed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεργασία

noun (informal (pairing to help [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We use a buddy system for swimming, so you are always with a partner.

σύστημα πίνακα ανακοινώσεων

noun (obsolete (computer: interactive system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Originally you could only access a bulletin board system over a phone line using a modem.

δίκτυο τεχνητών καναλιών

noun (manmade waterways)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She spent her vacation cruising the canal system of France on a houseboat.

κεντρικό νευρικό σύστημα

(anatomy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυκλοφορικό σύστημα

noun (blood circulation)

Regular exercise is good for the circulatory system.

σύστημα ψύξης

noun (equipment that cools a building)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα ψύξης

noun (equipment that cools an engine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Σύστημα Διαχείρισης Βάσης Δεδομένων

noun (initialism (database management system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα διακίνησης, σύστημα διανομής

noun (apparatus: dispenses [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεπτικό σύστημα

noun (anatomy: alimentary canal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The purpose of the digestive system is to turn the food we eat into fuel for our bodies.

δίκτυο αποχέτευσης

noun (for removing excess water)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They're laying down a drainage system in the lower field.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αφού αγοράσαμε το σπίτι συνειδητοποιήσαμε ότι η περιοχή δεν είχε ακόμη δίκτυο αποχέτευσης.

σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

noun (military: radar network) (στρατιωτικά ραντάρ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

noun (steps for spotting potential problems)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα

noun (initialism (European Monetary System)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα ψυχαγωγίας

noun (stereo: hifi)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απεκκριτικό σύστημα

noun (kidneys, liver, intestines)

σύστημα εξάτμισης

(mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φεουδαρχία

noun (peasant and lord system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύστημα αρχείων

noun (way of organizing information)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The filing system is alphabetically arranged.

σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας

noun (economy with market-determined prices)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα υγείας

noun (coordinated medical services)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων

noun (US (promise to be honest)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανοσοποιητικό σύστημα

noun (biological defence mechanisms)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
During flu season it's important to keep your immune system strong to avoid getting sick.

δικαστικό σύστημα

noun (legal structures)

σύστημα κληρονομιάς, κληροδοτημένο σύστημα

noun (computing: outdated technology)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The program does not support legacy systems such as Windows 98.
Το πρόγραμμα δεν υποστηρίζει συστήματα κληρονομιάς όπως τα Windows 98.

νομικό σύστημα, δικαιοσύνη

noun (judicial structures and processes: law)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our legal system seems to place more value on property than on human life.

σύστημα υποστήριξης ζωής

noun (medical machine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταιχμιακό σύστημα

noun (anatomy: structures in the brain)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λεμφικό σύστημα

noun (anatomy)

μέθοδοι μάρκετινγκ, στρατηγική μάρκετινγκ

noun (advertising strategy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιοκρατικό σύστημα

noun (civil service: merit based employment and promotion)

We use the merit system here, basing promotions on ability rather than seniority.

μετρικό σύστημα

noun (decimal measures)

Road signs in the UK do not use the metric system.

οροσειρά

noun (chain of mountain ranges)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Alps are a relatively recent mountain system in south-central Europe.

Εθνικό Σύστημα Υγείας

noun (government-run medical services)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νευρικό σύστημα

noun (anatomy: brain and nerves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had a disease of the nervous system that gradually resulted in a complete loss of mobility.

μη γραμμικό σύστημα

noun (chaotic system of equations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αριθμητικό σύστημα

noun (system for representing numbers)

λειτουργικό σύστημα

noun (computer software)

What operating system are you using on your computer?

εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο

noun (abbr (public address system: loudspeakers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lost child was found in the shopping mall thanks to the alert given over the PA system.

σύστημα χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σύστημα παροχής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

noun (procedure for granting copyright)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιφερικό νευρικό σύστημα

(anatomy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολιτικό σύστημα

noun (organization of politics)

The political system in our country needs reform.

ταχυδρομικό σύστημα

noun (organized handling and delivery of mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάφωνο

noun (loudspeaker)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lost child was found, thanks to the alert given over the public address system.
Το παιδί που χάθηκε βρέθηκε, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναγγέλθηκε μέσω του συστήματος δημόσιων αναγγελιών.

σύστημα δημόσιας υγείας

noun (medical services available to all)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Budget cuts severly impacted the public health system last year.

αναπνευστικό σύστημα

noun (organs used for breathing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your cough could be the result of a mild infection in the respiratory system.

σχολικό σύστημα

noun (state education) (εκπαίδευση)

σύστημα ασφαλείας

noun (prevents theft, intrusion)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The company supplies burglar alarms and other security systems.

δίκτυο αποχέτευσης, δίκτυο υπονόμων

noun (underground waste treatment network)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλιακό σύστημα

noun (sun and planets)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηχοσύστημα

noun (equipment for playing music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα πελατειακών σχέσεων

noun (US (politics: benefits to supporters)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα τεχνητής βροχής

noun (spray device for watering soil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

star system

noun (movie industry)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ομάδα στήριξης

noun (people providing support)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμπαθητικό νευρικό σύστημα

noun (anatomy: part of nervous system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος

noun (technical breakdown)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάρρευση συστήματος

noun (total technical breakdown)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα ιδεών

noun (ethos, philosophy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα αξιών

noun (ethos, moral philosophy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each religion has a system of values by which people may live better, more meaningful lives.

επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος

noun (restoring computer files after system failure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απαιτήσεις συστήματος

plural noun (specifications needed to run a program)

σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών

noun (public transport service)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικομματικό σύστημα

noun (government: two political parties)

σύστημα αρχών, σύστημα αξιών

noun (moral code, ethos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A group's value system determines what is acceptable behavior for its members.

σύστημα παροχής νερού

noun (system of supplying water)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υδατικό σύστημα

noun (river and its branches)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του systems στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.