Τι σημαίνει το accesible στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accesible στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accesible στο ισπανικά.

Η λέξη accesible στο ισπανικά σημαίνει προσβάσιμος, προσιτός, προσβάσιμος, ευνόητος, κατανοητός, προσιτός, προσιτός, ευπρόσιτος, ευπρόσιτος, προσπελάσιμος, προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους, που μπορείς να φτάσεις εύκολα, προσβάσιμος, βολικός, προσβάσιμος, προσβάσιμος, προσιτός, προσιτός, δυνατόν, με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο, διαθέσιμος, -, προσβάσιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accesible

προσβάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La entrada al parque es accesible desde la carretera.
Η είσοδος του πάρκινγκ είναι προσβάσιμη από τον αυτοκινητόδρομο.

προσιτός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La imprenta hizo que los libros fueran accesibles al público general.
Το τυπογραφικό πιεστήριο έκανε τα βιβλία προσιτά στο γενικό κοινό.

προσβάσιμος

adjetivo (για ΑμΕΑ, για αμαξίδια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El edificio nuevo es completamente accesible, tiene puertas automáticas y pasillos suficientemente amplios para silla de ruedas.
Το κτίριο είναι πλήρως προσβάσιμο διαθέτοντας αυτόματες πόρτες και αρκετά πλατιούς διαδρόμους για αμαξίδια.

ευνόητος, κατανοητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El tema del discurso parecía complicado, pero el profesor dio una explicación accesible de los detalles.
Το θέμα της ομιλίας φαινόταν περίπλοκο, αλλά ο καθηγητής έδωσε μια κατανοητή εξήγηση των λεπτομερειών.

προσιτός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La personalidad amigable de Jane hizo que fuera accesible para todos.
Η φιλική προσωπικότητα της Τζέιν την έκανε προσιτή σε όλους.

προσιτός, ευπρόσιτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es muy accesible y por lo general te dará rápidamente un sí o un no.
Είναι πολύ προσιτός και συνήθως απαντάει με ένα γρήγορο ναι ή όχι.

ευπρόσιτος, προσπελάσιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro hotel es accesible desde la autopista.

προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hicimos arreglos para asegurarnos de que el edificio sea accesible para todos.

που μπορείς να φτάσεις εύκολα

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debido a los bajos estándares en los exámenes, una "B" es accesible para la mayoría de los postulantes.

προσβάσιμος

(τοποθεσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La compañía tiene instalaciones de cuidado infantil accesibles en las instalaciones.
Η εταιρεία έχει ένα βολικό παιδικό σταθμό στις εγκαταστάσεις της.

προσβάσιμος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La isla no es accesible por mar en época de invierno.
Το νησί δεν είναι προσβάσιμο διά θαλάσσης το χειμώνα.

προσβάσιμος, προσιτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hotel no era accesible desde la ruta donde estábamos.

προσιτός

adjetivo de una sola terminación (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No estaré disponible los primeros días de la próxima semana.
Δε θα είμαι διαθέσιμος στις αρχές της επόμενης βδομάδας.

-

locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sigue intentándolo, el primer premio está al alcance de tu mano.
Συνέχισε την προσπάθεια. Μπορείς εύκολα να κερδίσεις το πρώτο βραβείο.

προσβάσιμος

(πράγμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Asegúrate de que el matafuegos esté a mano por si lo necesitas.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accesible στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.