Τι σημαίνει το acompañar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης acompañar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acompañar στο ισπανικά.
Η λέξη acompañar στο ισπανικά σημαίνει συνοδεύω, συνοδεύω, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, μαζί, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, κάνω support, φυλάσσω, συνοδεύω, συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιον, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω, έρχομαι μαζί με κπ, είμαι μαζί με, είμαι με, έρχομαι μαζί, συνοδεύω, κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ, συνοδεύω, συντροφεύω, οδηγώ στην έξοδο, συνοδεύω, συνοδός, συνοδεύω κπ σε κτ, δεν κρεμάω κπ, συνοδεύω κπ σε κτ, συνοδεύω κπ έξω από κτ, πηγαίνω μαζί, συνεχίζω, συνοδεύω, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, ακολουθώ, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης acompañar
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pedí guarnición de batatas para acompañar mi filete. Οι ομελέτες μας συνοδεύονται από σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές. |
συνοδεύωverbo transitivo (κπ με μουσικό όργανο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joanna cantaba y Keith la acompañaba en la guitarra. Η Τζοάνα τραγουδούσε ενώ ο Κιθ τη συνόδευε με την κιθάρα. |
τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώνταςverbo transitivo (canto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cantante le pidió al público que lo acompañara en la siguiente canción. |
μαζί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando Joe va de compras, a su hermana le gusta acompañarlo. Όταν ο Τζο πηγαίνει στα μαγαζιά, θέλει κι η αδερφή του να πηγαίνει μαζί. |
ακολουθώ, συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella tenía una fiebre alta, acompañada de tos. Είχε υψηλό πυρετό συνοδευόμενο από βήχα. |
συνοδεύωverbo transitivo (a pie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a acompañar a mi madre a la tienda. Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω support(general) (μουσική: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ellos van a acompañar a Bob Dylan en su próxima gira. |
φυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un guardia armado vigilaba al prisionero. Ένοπλη συνοδεία φύλασσε τον κρατούμενο. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ayudante llevó al visitante a la oficina del jefe. |
συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιονlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Me acompañarías al hospital? Θα έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο; |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me acompañas a la tienda? Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα; |
συνοδεύω(música) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un pianista acompañó al cantante de jazz. Ένας πιανίστας συνόδευε τον τραγουδιστή της τζαζ. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un estrepitoso trueno acompañó al súbito aguacero. Βροντερά μπουμπουνητά συνόδευαν την ξαφνική νεροποντή. |
ξεπροβοδίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι μαζί με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me voy. ¿Vas a venir conmigo o no? Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι; |
είμαι μαζί με, είμαι με
La moribunda mujer quería que su familia la acompañara durante sus últimos días. |
έρχομαι μαζί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vamos a ver una película esta noche. ¿Quieres acompañarnos? Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας; |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El orgulloso padre acompañó a su hija hacia el altar. Ο περήφανος πατέρας συνόδευσε την κόρη του στην εκκλησία. |
κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian tiene un perro para hacerle compañía. |
συνοδεύω, συντροφεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ στην έξοδοlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marta, por favor, acompaña a los señores a la salida. |
συνοδεύωlocución verbal (προς την έξοδο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos, te acompaño hasta la puerta. |
συνοδός
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συνοδεύω κπ σε κτ
Tras pillarlos faltando a clase, Melanie empezó a acompañar a sus hijos al colegio. Αφού τα έπιασε να κάνουν κοπάνες, η Μέλανι ξεκίνησε να πηγαίνει η ίδια τα παιδιά της στο σχολείο. |
δεν κρεμάω κπ(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estaba preocupada porque sabía que él estaría ahí para mí. Δεν ανησυχούσα γιατί ήξερα ότι δε θα με κρεμούσες. |
συνοδεύω κπ σε κτ
El secretario acompañó al visitante a la oficina del jefe. Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού. |
συνοδεύω κπ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los guardias de seguridad acompañaron al alborotador fuera del edificio. Οι φύλακες ασφαλείας έβγαλαν τον ταραχοποιό έξω απ' το κτίριο. |
πηγαίνω μαζί
Jack y yo vamos al cine esta tarde; puedes acompañarnos si quieres. Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
συνεχίζωlocución verbal (Deportes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está aprendiendo a acompañar el movimiento con un arco completo después de pegarle a la bola. Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi papá irá de chaperón en este viaje. |
πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy nos acompañó al parque. Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο. |
ακολουθώ, συνοδεύωlocución verbal (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los internos acompañan a los diferentes empleados para aprender sus trabajos. La niña ha acompañado a su padre al trabajo hoy. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπροβοδίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acompañar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του acompañar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.