Τι σημαίνει το ad στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ad στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ad στο Αγγλικά.

Η λέξη ad στο Αγγλικά σημαίνει διαφήμιση, μ.Χ., μετά Χριστόν, ad hoc, ad hoc, ειδική επιτροπή, ad hominem, επιχείρημα ad hominem, στο άπειρο, ασταμάτητα, προς το παρόν, προσωρινός, αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζω, που δεν ήταν προετοιμασμένος, της στιγμής, αυτοσχεδιασμός, σε ελεύθερο στυλ, με δυνατότητα παράλειψης, σε αυτοσχεδιασμό, κατά βούληση, κατ' επανάληψη, επανειλημμένως, φόρος επί της αξίας, φόρος επί της αξίας, φόρος επί της αξίας, διαφήμιση με μπάνερ, αγγελία, αγγελία, μικρές αγγελίες, αγγελία, κηδεμόνας ad litem, κατά περίσταση, αγγελία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ad

διαφήμιση

noun (informal, abbreviation (advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The point of the ad is to inspire customers to buy more products.

μ.Χ.

adverb (Latin, initialism (anno domini: year) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Roman Emperor Domitian ruled Britain briefly in 271 AD.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δομιτιανός κυβέρνησε την Βρετανία για μικρό διάστημα το 271 μ.Χ.

μετά Χριστόν

adverb (Latin (in year after birth of Christ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ad hoc

adverb (Latin (for a specific purpose)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The firm can provide its services ad hoc.
Η επιχείρηση μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες της ad hoc.

ad hoc

adjective (Latin (customized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company provides an ad hoc service to customers.
Η εταιρεία παρέχει υπηρεσίες για συγκεκριμένο σκοπό στους πελάτες.

ειδική επιτροπή

noun (group: specific issue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An ad hoc committee was formed to advise on the financial problems they faced.

ad hominem

adjective (Latin (attack: personal) (λατινικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The judge objected to the lawyer's argument ad hominem, and ordered him to stick to the facts of the case.

επιχείρημα ad hominem

noun (Latin (argument: personal) (λατινικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στο άπειρο

adverb (Latin (to infinity)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ασταμάτητα

adverb (Latin, figurative (endlessly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stephen is a history teacher; he can go on about the Second World War ad infinitum.

προς το παρόν

adverb (Latin (in the meantime)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προσωρινός

adjective (Latin (temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοσχεδιάζω

transitive verb (Latin (improvise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I lost my notes, so I had to ad-lib my entire speech.
Έχασα τις σημειώσεις μου και έτσι έπρεπε να αυτοσχεδιάσω για να βγάλω τον λόγο μου.

αυτοσχεδιάζω

intransitive verb (Latin (improvise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The actor forgot his lines and was forced to ad-lib.

που δεν ήταν προετοιμασμένος

adjective (Latin, abbreviation (ad libitum: improvised)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That wasn't bad for an ad lib presentation.
Δεν ήταν και άσχημη για παρουσίαση της στιγμής.

της στιγμής

adverb (Latin, abbreviation (ad libitum: improvised)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My entire speech was made ad lib.

αυτοσχεδιασμός

noun (informal, Latin ([sth] improvised)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That reply was so beautifully timed and phrased that it's hard to believe it was an ad lib.
Αυτή η απάντηση δόθηκε σε τόσο κατάλληλο χρόνο και με τόσο ωραία λόγια, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν ήταν προσχεδιασμένη.

σε ελεύθερο στυλ, με δυνατότητα παράλειψης, σε αυτοσχεδιασμό

adverb (music: not required) (μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατά βούληση

adverb (at one's pleasure)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατ' επανάληψη, επανειλημμένως

adverb (repeatedly or excessively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She talks ad nauseam about her children; doesn't she have anything else to talk about?

φόρος επί της αξίας

adverb (tax: according to value)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος επί της αξίας

adjective (tax: according to value)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος επί της αξίας

noun (tax based on a % of property value)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφήμιση με μπάνερ

noun (advert on web page)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγελία

noun (informal (small newspaper advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Here's a classified for two kittens, free.
Να μια αγγελία για δυο γατάκια, δωρεάν.

αγγελία

noun (informal, abbreviation (small advertisement in a newspaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mark placed a classified ad in the local newspaper.

μικρές αγγελίες

plural noun (informal, abbreviation (newspaper or website section) (μόνο πληθυντικός)

αγγελία

noun (small advert in newspaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My brother wanted to sell his car, so he placed a classified advertisement in the local newspaper.

κηδεμόνας ad litem

noun (law: [sb] acting on child's behalf)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κατά περίσταση

expression (as needed)

The factory hires extra staff on an ad hoc basis.

αγγελία

noun (US, informal, abbreviation (classified advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's check the want ads and see if anyone's selling a bicycle cheap.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ad στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ad

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.