Τι σημαίνει το amável στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amável στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amável στο πορτογαλικά.

Η λέξη amável στο πορτογαλικά σημαίνει φιλικός, προσιτός, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, καλοσυνάτος, καλόβολος, ευχάριστος, καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος, καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος, ευγενικός, ευγενής, καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός, κομψός, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, που είναι εύκολο να αρέσει, που γίνεται εύκολα συμπαθής, ευγενικός, κοινωνικός, εξυπηρετικός, περιποιητικός, γλυκός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amável

φιλικός, προσιτός

adjetivo (amigável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Εκπλήσσομαι που δεν σε συμπάθησε. Πάντοτε τον θεωρούσα πολύ φιλικό.

αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοσυνάτος, καλόβολος, ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O amável senhor trabalhava em seu jardim e ficava de olho nas crianças durante o dia.
Ο καλοκάγαθος ηλικιωμένος δούλευε στον κήπο του και πρόσεχε τα παιδιά κατά τη διάρκεια της μέρας.

καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος

adjetivo (amigável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é tão gentil; ela teve tempo para me ajudar com meu dever de casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι τόσο καλή. Βρήκε χρόνο να με βοηθήσει με τα μαθήματά μου.

ευγενικός, ευγενής

adjetivo (ευγένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O cumprimento amável dela era bem recebido pelos convidados.
Ο ευγενικός χαιρετισμός της ήταν καλοδεχούμενος από τους επισκέπτες.

καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todo mundo na festa foi cordial, apesar de suas divisões políticas.

κομψός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A senhora era elegante e charmosa ao falar com os convidados.
Η κυρία ήταν γοητευτική και γεμάτη χάρη καθώς μιλούσε στους καλεσμένους της.

αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι εύκολο να αρέσει, που γίνεται εύκολα συμπαθής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα κομμάτια στο νέο τους cd είναι όλα συμπαθητικά - και όλα ξεχνιούνται εύκολα.

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όλοι λένε ότι είναι τόσο γλυκός στη ζωή όσο είναι και στην οθόνη.

κοινωνικός

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os novos vizinhos parecem muito sociáveis, não acha?
Οι νέοι γείτονες φαίνονται πολύ κοινωνικοί, δε νομίζεις;

εξυπηρετικός, περιποιητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γλυκός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amável στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.