Τι σημαίνει το americano στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης americano στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του americano στο πορτογαλικά.

Η λέξη americano στο πορτογαλικά σημαίνει αμερικάνικος, αμερικανικός, Αμερικάνος, Αμερικανός, αμερικανικός, αμερικάνικα, Αμερικάνος, Αμερικανός, Αμερικάνος, Αμερικανός, αμερικάνικος, καναδέζικος, Λατινοαμερικάνος, αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικος, αγγλοαμερικανικός, αγγλοαμερικάνικος, λατινοαμερικάνος, λατινοαμερικάνα, μεφίτιδα, αμερικανική καρδερίνα, ψευδοπλάτανος, κοκκινολαίμης, μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζο, Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα, Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή, αφροαμερικανικός, Αφροαμερικανός, μεξικανοαμερικανικός, Αμερικάνος, καναδός, λατινοαμερικάνικος, Αγγλοαμερικανός, Αγγλοαμερικανίδα, ισπανόφωνος, Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα, Λατινόαμερικάνος, αφροαμερικάνικος, Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανή, ισπανόφωνος, Chordeiles minor, εντελώς αμερικάνικος, λάριξ, ινδιανάκι, δρυοκολάπτης, λευκός αμερικανικός γερανός, αμερικάνικα Αγγλικά, το αμερικάνικο όνειρο, γηγενής αμερικάνος, Ινδιάνος, σουπλά, πουλί του είδους Bombycilla cedrorum, κολεγιακό ποδόσφαιρο, πανεπιστημιακό ποδόσφαιρο, ινδιάνικος, παραδοσιακός αμερικάνικος, αμερικάνικο ποδόσφαιρο, νεροχελώνα, προπονητής φούτμπολ, προπονήτρια φούτμπολ, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ, σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, μπάλα φούτμπολ, γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου, άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, στρατιώτης, παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου, γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου, λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα, με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά, άλκη, πτηνό της οικογένειας των τρυποκάρυδων, βάση κατσαρόλας, αφροαμερικάνικη αργκό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης americano

αμερικάνικος, αμερικανικός

adjetivo (dos Estados Unidos) (των ΗΠΑ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Algumas pessoas preferem os carros americanos.
Πολλοί προτιμούν τα αμερικάνικα (or: αμερικανικά) αυτοκίνητα.

Αμερικάνος, Αμερικανός

substantivo masculino (cidadão dos Estados Unidos) (από τις ΗΠΑ)

Sim, ele é americano; cresceu em Ohio.
Ναι, είναι Αμερικάνος (or: Αμερικανός). Μεγάλωσε στο Οχάιο.

αμερικανικός

adjetivo (Αμερικάνικη Ήπειρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμερικάνικα

adjetivo

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Οι Βρετανοί συνήθως καταλαβαίνουν τ' αμερικάνικα αγγλικά χωρίς πρόβλημα.

Αμερικάνος, Αμερικανός

substantivo masculino

Αμερικάνος, Αμερικανός

substantivo masculino

αμερικάνικος, καναδέζικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Λατινοαμερικάνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικος

adjetivo (entre a China e os EUA) (ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγγλοαμερικανικός, αγγλοαμερικάνικος

adjetivo (da Inglaterra e EUA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λατινοαμερικάνος, λατινοαμερικάνα

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεφίτιδα

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cangambás emitem um mau cheiro quando se sentem ameaçados.
Οι μεφίτιδες αναδίδουν μια άσχημη μυρωδιά όταν αισθάνονται ότι απειλούνται.

αμερικανική καρδερίνα

substantivo masculino (pássaro)

ψευδοπλάτανος

(δέντρο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοκκινολαίμης

substantivo masculino (ave) (πουλί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζο

Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα

substantivo masculino (latino-americano)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή

substantivo masculino (residente nos EUA de origem mexicana)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφροαμερικανικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αφροαμερικανός

substantivo masculino (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν ο πρώτος Αφρικανοαμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ.

μεξικανοαμερικανικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αμερικάνος, καναδός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λατινοαμερικάνικος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Αγγλοαμερικανός, Αγγλοαμερικανίδα

substantivo masculino (pessoa da Inglaterra e EUA)

ισπανόφωνος

substantivo masculino (descendente de espanhol)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα

substantivo masculino

Λατινόαμερικάνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφροαμερικάνικος

adjetivo (είδος κουζίνας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu adoro ir na casa da vovó e comer comida afro-americana.

Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανή

adjetivo

Δύο από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας είναι Νοτιοαμερικανοί.

ισπανόφωνος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Chordeiles minor

(επίσημο ονομασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εντελώς αμερικάνικος

A imagem do pop star é do garoto tipicamente americano.

λάριξ

(árvore) (κωνοφόρο δέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ινδιανάκι

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δρυοκολάπτης

(είδος πουλιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκός αμερικανικός γερανός

(πουλί: Αμερική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αμερικάνικα Αγγλικά

το αμερικάνικο όνειρο

(μεταφορικά)

Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο.

γηγενής αμερικάνος, Ινδιάνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σουπλά

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Não temos jogos americanos suficientes para arrumar a mesa.

πουλί του είδους Bombycilla cedrorum

(pássaro norte-americano)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κολεγιακό ποδόσφαιρο, πανεπιστημιακό ποδόσφαιρο

(αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ινδιάνικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραδοσιακός αμερικάνικος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αμερικάνικο ποδόσφαιρο

(esporte)

Sim, ele joga futebol americano. Ele é zagueiro.
Ναι, παίζει αμερικάνικο ποδόσφαιρο· παίζει επιθετικός.

νεροχελώνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προπονητής φούτμπολ, προπονήτρια φούτμπολ

αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπάλα φούτμπολ

(informal, gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στρατιώτης

(του αμερικανικού στρατού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα

με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλκη

(animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο κυνηγός πυροβόλησε μια άλκη.

πτηνό της οικογένειας των τρυποκάρυδων

(ave)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάση κατσαρόλας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφροαμερικάνικη αργκό

substantivo masculino (dialeto)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του americano στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.