Τι σημαίνει το anti στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης anti στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anti στο Αγγλικά.
Η λέξη anti στο Αγγλικά σημαίνει κατά, αντι-, αυτός που είναι κατά, αντιγηραντικός, διοικητής αεράμυνας, αντιαμερικάνικος, αντιαμερικανισμός, που είναι ενάντια στο απαρχάιντ, αντιαραβικός, κατά της φοροαποφυγής, αντί-Βρετανικός, αντί-Καθολικός, αντί-Χριστιανικός, αντι-ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ, αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιγαλλικός, αντί-Γερμανικός, ενάντιος στην μετανάστευση, αντι-ιμπεριαλισμός, αντιφλεγμονώδες, αντιφλεγμονώδης, αντιπληθωριστικός, αντιπνευματικός, κατά της μάσκας, αρνητής της μάσκας, αρνήτρια της μάσκας, αντισκωρικός, αντισημίτης, αντισημιτικός, αντισημιτισμός, αντιεμβολιαστής, αντιεμβολιαστής, αντιεμβολιάστρια, σκωληκοκτόνος θεραπεία, κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεων, αντιαεροπορικός, αντιαλλεργικός, αντιβαλλιστικός, αντικαρκινικός, αντικληρικαλισμός, αντικομμουνιστικός, αντικομμουνιστής, αντικομμουνίστρια, αντιανταγωνιστικός, καταπολέμηση της διαφθοράς, κατά της διαφθοράς, αντιδημοκρατικός, αντιεξουσιαστικός, αντιανακλαστικός, κατά της κυβέρνησης, αντιήρωας, αντιμπλοκαρίσματος, αντιιδρωτικός, ανθιδρωτικός, αντιρατσισμός, αντιρατσιστικός, αντιρατσιστικός, αντισεξιστικός, αντιολισθητικός, αντικλεπτικός, αντικλεπτικός μηχανισμός, αντιτράστ, αντικαρκινικός, αντιπολεμικός, αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού, αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης anti
κατάadjective (against) We're for the war, but they're anti. Είμαστε υπέρ του πολέμου, αλλά αυτοί είναι κατά. |
αντι-prefix (against; opposed) For example: antibacterial Για παράδειγμα: αντιβακτηριακός |
αυτός που είναι κατάnoun (informal (person: opposition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Both those who favored the measure and the antis held rallies in front of the capitol. Τόσο εκείνοι που υποστήριξαν το μέτρο όσο και οι αντίθετοι με αυτό, έκαναν συλλαλητήρια μπροστά από το καπιτώλιο. |
αντιγηραντικόςadjective (reduces signs of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The best anti-aging treatment is a good night's sleep. |
διοικητής αεράμυναςnoun (military: chief of air defence) (ένοπλες δυνάμεις) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αντιαμερικάνικοςadjective (hostile to USA) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anti-American sentiments are widespread in the country. |
αντιαμερικανισμόςnoun (hostility to USA) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) People have often accused the folk singer of anti-Americanism. |
που είναι ενάντια στο απαρχάιντadjective (against racial segregation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nelson Mandela was a leading figure in the anti-apartheid movement. |
αντιαραβικόςadjective (hostile to Arabs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some consider restrictions against women wearing burkas in public to be an anti-Arab measure. |
κατά της φοροαποφυγήςadjective (type of tax duty) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντί-Βρετανικόςadjective (hostile to the British) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) People who are Anglophobes are anti-British by definition. |
αντί-Καθολικόςadjective (hostile to Catholics) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The child abuse scandals have led to many anti-Catholic protests. |
αντί-Χριστιανικόςadjective (hostile to Christianity) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντι-ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκadjective (protective: tariff, duty, law) (δασμός, μέτρο) Anti-dumping duties are essentially fines to discourage predatory pricing in international trade. |
αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Ένωσηadjective (hostile to European Union) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The politician is well-known for his anti-European opinions. |
αντιγαλλικόςadjective (hostile to the French) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The cyclist denied making anti-French comments about other riders in the race. |
αντί-Γερμανικόςadjective (hostile to Germans) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anti-German feeling was so high during World War II that many people actually changed their German surnames. |
ενάντιος στην μετανάστευσηadjective (opposed to immigration) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That politician is anti-immigration, yet his housekeeper is an illegal alien. |
αντι-ιμπεριαλισμόςnoun (opposition to imperialist policies) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Anti-imperialism is often associated with the political left. |
αντιφλεγμονώδεςnoun (medicine: drug) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αντιφλεγμονώδηςadjective (reducing inflammation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιπληθωριστικόςadjective (finance: to restrict inflation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιπνευματικόςadjective (hostile to intellectuality) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά της μάσκαςadjective (refusing to wear hygienic face covering) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρνητής της μάσκας, αρνήτρια της μάσκαςnoun (informal ([sb]: refuses to wear hygienic face mask) |
αντισκωρικόςadjective (spray, paint) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντισημίτηςnoun (person: hostile to Jews) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) George was labelled an anti-Semite because of his jokes about Jews. Ο Τζορτζ χαρακτηρίστηκε αντισημίτης εξαιτίας των αστείων του για τους Εβραίους. |
αντισημιτικόςadjective (hostile toward Jews) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In the Middle Ages, anti-Semitic sentiments kept Jews out of guilds and trade professions. |
αντισημιτισμόςnoun (hostility toward Jews) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Some people have accused the writer of anti-Semitism. |
αντιεμβολιαστήςadjective (informal (opposed to vaccinations) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιεμβολιαστής, αντιεμβολιάστριαnoun (informal ([sb] opposed to vaccinations) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σκωληκοκτόνος θεραπείαnoun (remedy for parasites) (ιατρική) My dog ate some garbage, so I had to take him to the vet and get him an anti-worm treatment. |
κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεωνadjective (against pregnancy termination) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντιαεροπορικόςadjective (used in combatting air attacks) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιαλλεργικόςadjective (not causing allergic reaction) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιβαλλιστικόςadjective (counters missiles) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικαρκινικόςadjective (that combats cancer) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικληρικαλισμόςnoun (opposition to the clergy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντικομμουνιστικόςadjective (politics: against communism) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικομμουνιστής, αντικομμουνίστριαnoun (someone opposed to communism) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αντιανταγωνιστικόςadjective (trade: restricts competition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταπολέμηση της διαφθοράςnoun (prevention of fraud) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά της διαφθοράςnoun as adjective (measures: preventing fraud) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιδημοκρατικόςadjective (opposed to democracy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιεξουσιαστικόςadjective (opposed to existing power) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιανακλαστικόςadjective (protecting against light) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά της κυβέρνησηςadjective (opposed to government) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιήρωαςnoun (unconventional protagonist) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Meursault is the antihero of the novel "The Stranger" by Camus. |
αντιμπλοκαρίσματοςadjective (brakes: will not lock) (σε γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντιιδρωτικός, ανθιδρωτικόςnoun as adjective (that prevents sweating) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I use an antiperspirant spray rather than a roll-on. |
αντιρατσισμόςnoun (opposition to discrimination) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντιρατσιστικόςnoun as adjective (against race discrimination) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιρατσιστικόςadjective (against racial discrimination) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντισεξιστικόςadjective (against sexism) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιολισθητικόςadjective (automotive: preventing sliding) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικλεπτικόςadjective (protecting against thieves) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικλεπτικός μηχανισμόςnoun (gadget: deters theft) My new car is equipped with an anti-theft device. |
αντιτράστadjective (mainly US (business: preserving competition) (οικονομία, επιχειρήσεις) |
αντικαρκινικόςadjective (fighting tumors) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιπολεμικόςadjective (against armed conflict) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιούadjective (direction: opposite to clock hands) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Turn the handle in a counterclockwise direction to switch off the machine. |
αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιούadverb (movement: opposite to clock hands) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To open the jar, you have to turn the lid counter-clockwise. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anti στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του anti
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.