Τι σημαίνει το apaixonado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apaixonado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apaixonado στο πορτογαλικά.

Η λέξη apaixonado στο πορτογαλικά σημαίνει είμαι ερωτευμένος, καταγοητευμένος, ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος, είμαι ερωτευμένος με κπ, είμαι ερωτευμένος με κτ, παθιασμένος, αγαπησιάρης, θυελλώδης, σφοδρός, κολλημένος με κπ, τρελός για κπ, λάτρης, οπαδός, ένθερμος, ενθουσιώδης, τρελός για κπ, παθιασμένος, που θρηνεί για χαμένη αγάπη, που πενθεί για χαμένη αγάπη, ερωτοχτυπημένος, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, τρελά ερωτευμένος, αγαπημένο ζευγάρι, λατρεύω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, ερωτευμένος με κπ, χαμούρεμα, μπαλαμούτι, είμαι ερωτευμένος, τρελά ερωτευμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apaixonado

είμαι ερωτευμένος

adjetivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
As pessoas que estão apaixonadas nunca ouvem os conselhos de mais ninguém. Eles dois estão apaixonados e passam todo o tempo juntos.
Όσοι είναι ερωτευμένοι ποτέ δεν ακούν συμβουλές από άλλους. Οι δυο τους είναι ερωτευμένοι και περνάνε κάθε στιγμή μαζί.

καταγοητευμένος

adjetivo (obsessivamente apegado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

είμαι ερωτευμένος με κπ

adjetivo (por alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ερωτευμένος με κτ

adjetivo (figurado: por alguma coisa) (μεταφορικά, ενίοτε ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθιασμένος

adjetivo (με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dan é apaixonado por seu trabalho em direitos humanos.
Ο Νταν είναι παθιασμένος με τη δουλειά του για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

αγαπησιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θυελλώδης, σφοδρός

adjetivo (μεταφορικά: συζήτηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O debate ficou foi arrebatado quando Jenkins chamou Smith de nazista.
Η συζήτηση μετατράπηκε σε θυελλώδη λογομαχία όταν ο Τζένκινς αποκάλεσε τον Σμιθ Ναζί.

κολλημένος με κπ

(μεταφορικά)

Ela continua apaixonada por ele depois de todos esses anos.
Είναι ακόμα κολλημένη μαζί του, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.

τρελός για κπ

(figurado) (μεταφορικά)

λάτρης, οπαδός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Laura era um aficionado por música.
Η Λώρα ήταν κολλημένη με τη μουσική.

ένθερμος, ενθουσιώδης

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O ministro é um defensor fervoroso das bibliotecas públicas.
Ο υπουργός είναι ένθερμος υποστηρικτής των δημόσιων βιβλιοθηκών.

τρελός για κπ

(figurado) (μεταροφικά)

Ela pensa nele o tempo todo porque é louca por ele.
Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν.

παθιασμένος

adjetivo (amor)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Paul e Laura tiveram um caso ardente.
Ο Πωλ και η Λώρα είχαν μια παθιασμένη σχέση.

που θρηνεί για χαμένη αγάπη, που πενθεί για χαμένη αγάπη

adjetivo (sofrendo por amor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερωτοχτυπημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Adolescentes apaixonados geralmente imaginam que a vida não tem jeito.
Οι ερωτοχτυπημένοι έφηβοι συχνά φαντάζονται πως η ζωή δε θα γίνει καλύτερη.

ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελά ερωτευμένος

αγαπημένο ζευγάρι

substantivo masculino

λατρεύω

(por alguma coisa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δαγκώνω τη λαμαρίνα

locução verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερωτευμένος με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμούρεμα, μπαλαμούτι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είμαι ερωτευμένος

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρελά ερωτευμένος

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apaixonado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.