Τι σημαίνει το arremessar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arremessar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arremessar στο πορτογαλικά.

Η λέξη arremessar στο πορτογαλικά σημαίνει κουνάω, ρίχνω, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, χτυπάω ψηλά, εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ, παίρνω, πετάω, ρίχνω, εκσφενδονίζω, ρίχνω κτ κάτω, πετάω, ρίχνω, αφήνω κτ με γδούπο, αποκλείω, καρφώνω, πετάω, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, ρίχνω ψιλοκρεμαστή μπαλιά, ρίχνω πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arremessar

κουνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mar agitado arremessou o navio de um lado para o outro.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele foi arremessado ao chão quando o outro esquiador o atingiu.

πετάω κτ σε κπ

Steve jogou as chaves para Janet a fim de que ela pudesse destrancar a porta.

πετάω κτ σε κπ

Joga uma toalha para mim?

πετάω κτ σε κπ/κτ

Johnny foi colocado de castigo por jogar um livro no irmão.

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jogou (or: atirou) a bola para o amigo.
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

ρίχνω

(dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É sua vez de jogar.

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo (lançar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan arremessou o computador quebrado pelas escadas com raiva.
Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες.

ρίχνω, πετάω, πετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob arremessou a bola para Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

ρίχνω, πετάω

verbo transitivo (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω ψηλά

verbo transitivo (tênis: lançar bola bem alta) (τένις)

εκσφενδονίζω κτ εναντίον κπ/κτ

παίρνω

verbo transitivo (beisebol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O batedor sempre arremessa primeiro.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele arremessou a bola ao gol a uma distância de 30 metros.
Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων.

εκσφενδονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jake perdeu a paciência e começou a arremessar pratos na parede.
Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο.

ρίχνω κτ κάτω

πετάω, ρίχνω

(figurado, BRA) (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate jogou o sofá velho no lixo.
Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων.

αφήνω κτ με γδούπο

(tombar com baque, fazendo estrondo; cair subitamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκλείω

(αθλητισμός: παίκτης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρφώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbo transitivo (beisebol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em beisebol, atirar a bola é lançá-la ao batedor.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon jogou a bola por cima da placa.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

(beisebol)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke costumava arremessar, mas recentemente ele mudou para a primeira-base.

ρίχνω ψιλοκρεμαστή μπαλιά

verbo transitivo (para o alto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω πίσω

(devolver jogando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arremessar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.