Τι σημαίνει το assistir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assistir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assistir στο πορτογαλικά.

Η λέξη assistir στο πορτογαλικά σημαίνει παρίσταμαι σε κτ, παραβρίσκομαι σε κτ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, κάνω ασίστ, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθώ, βλέπω, παρακολουθώ, βλέπω, προλαβαίνω, παρατηρώ, παρακολουθώ, βοηθώ, τηλεθέαση, βλέπω, ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, πηγαίνω στην εκκλησία, παρακολουθώ μαθήματα, βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα, πηγαίνω στην εκκλησία, βλέπω τηλεόραση, βλέπω τηλεόραση, παρακολουθώ, που δεν βλέπεται, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assistir

παρίσταμαι σε κτ, παραβρίσκομαι σε κτ

Espero comparecer à abertura hoje à noite.
Ελπίζω να παραστώ στα εγκαίνια.

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu poderia fazer as tarefas domésticas muito mais depressa se você me ajudasse.
Θα μπορούσα να κάνω τις δουλειές του σπιτιού πολύ πιο γρήγορα εάν με βοηθούσες.

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela me ajudou muito quando eu estava no fundo do poço.

παρίσταμαι, παρευρίσκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ασίστ

(esportes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu disse que ia ajudar a mover a mobília, mas no fim ele não apareceu.
Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ.

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eva ajuda as crianças do ensino fundamental com seus deveres de casa toda terça à tarde.
Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα.

βοηθώ

(dar assistência a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gostaria de te ajudar, mas eu estou sem dinheiro no momento.
Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά αυτή τη στιγμή έχω ξεμείνει και εγώ από χρήματα.

βλέπω, παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um milhão de pessoas viram aquele vídeo do gato falante.
Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você viu as notícias ontem à noite?

προλαβαίνω

(figurado) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos pegar a mostra de arte no museu antes que ele feche.

παρατηρώ, παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεθέαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλέπω

verbo transitivo (ver como espectador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você viu (or: assistiu) o último filme dela?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση

expressão verbal (tempo de lazer assistindo TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

locução verbal

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

πηγαίνω στην εκκλησία

locução verbal (ir à igreja)

παρακολουθώ μαθήματα

(assistir as aulas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω στην εκκλησία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω τηλεόραση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Um dos meus hobbies favoritos é assistir TV com a minha família.
Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου.

βλέπω τηλεόραση

expressão verbal

παρακολουθώ

(χωρίς συμμετοχή: κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν βλέπεται

locução adjetiva (TV, filme) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

locução verbal

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assistir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.