Τι σημαίνει το atolar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atolar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atolar στο πορτογαλικά.

Η λέξη atolar στο πορτογαλικά σημαίνει βουλιάζω, βυθίζομαι, πέφτω σε τέλμα, κολλάω, πνίγω, πνίγω κπ σε κτ, πλημμυρίζω κπ σε κτ, φορτώνω κπ με κτ, φορτώνω κτ σε κπ, βαλτώνω, βυθίζω, κολλάω, κολλάω σε κτ, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, κολλάω, βυθίζω στη λάσπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atolar

βουλιάζω, βυθίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πέφτω σε τέλμα

verbo transitivo (figurativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carro atolou na lama e um fazendeiro local teve de desatolá-lo com seu trator.
Το αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη κι ένας αγρότης της περιοχής χρειάστηκε να το απεγκλωβίσει με το τρακτέρ του.

πνίγω

(informal, figurado) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πνίγω κπ σε κτ, πλημμυρίζω κπ σε κτ

(informal, figurado) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

φορτώνω κπ με κτ, φορτώνω κτ σε κπ

(figurado) (καθομιλουμένη)

Os clientes da tradutora a estavam atolando com trabalho e ela não tinha tempo para mais nada.
Οι πελάτες της μεταφράστριας την φόρτωναν με δουλειά και δεν είχε χρόνο να κάνει τίποτα άλλο.

βαλτώνω, βυθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το τζιπ βυθίστηκε σε μια τεράστια λακκούβα με λάσπη.

κολλάω

(figurado, não conseguir progredir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Neil estava tentando resolver um problema de matemática, mas travou.
Ο Νηλ προσπαθούσε να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, αλλά κόλλησε.

κολλάω σε κτ

(figurado, não conseguir progredir) (μεταφορικά, καθομ)

Olivia travou na última pista das palavras cruzadas.
Η Ολίβια κόλλησε στον τελευταίο ορισμό του σταυρόλεξου.

παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ

verbo transitivo (informal: encher demais)

Tom entupiu sua mochila com coisas inúteis.
Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα.

κολλάω

(ficar imobilizado ou preso) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu estava trocando para a terceira marcha quando o câmbio de repente atolou-se.

βυθίζω στη λάσπη

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atolar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.