Τι σημαίνει το au στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης au στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του au στο Γαλλικά.

Η λέξη au στο Γαλλικά σημαίνει σε, σε, προς, -, έχει, σε, -, σε, έχει, -, με, ως, έως, -, με, -, Α, Α, α, Α, σε, περισσότερο από, πιο πολύ από, σε, σε, με, με, εναπόκειται σε, να, σε, σε, από, σε, να, προς, σε, ανά, σε, σε σχέση με, με, απέναντι σε, με, μαζί, σε, σε, με, -, προς, τυχαίος, τηγανητός, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, του προσώπου, κυριολεκτικός, μακρινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης au

σε

préposition (dans un lieu) (τοποθεσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est à la maison en ce moment.
Είναι στο σπίτι τώρα.

σε

préposition (destination)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est allé au magasin. Il est allé dîner.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήγε σε ένα εστιατόριο να φάει.

προς

préposition

-

(avoir, 3e pers du singulier) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Est-ce qu'elle t'a dit à quelle heure elle arrivait ?
Σου είπε τι ώρα να την περιμένουμε;

έχει

(3e personne du singulier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le roi a gracié le prisonnier.

σε

préposition (heure) (χρόνος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le train part à neuf heures.
Το τρένο φεύγει στις εννιά ακριβώς.

-

verbe transitif (avoir, 3e pers du singulier) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ton frère est sympa mais il n'a pas ton charme.
Ο αδερφός σου είναι αρκετά συμπαθητικός, αλλά δεν έχει τη δική σου γοητεία.

σε

préposition (événement) (παρουσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle est à une réunion.
Είναι σε μια σύσκεψη.

έχει

verbe transitif (avoir, 3e pers du singulier) (τρίτο ενικό του έχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a une nouvelle voiture.
Έχει ένα καινούριο αυτοκίνητο.

-

préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il y a un supermarché juste au coin (de la rue).
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

με

préposition (par rapport à)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La table était parallèle au sol. Il a réagi avec tendresse à sa violente réaction.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα μέσα δύο πλευρών ενός τριγώνου είναι παράλληλο προς την τρίτη πλευρά και ίσο με το μισό της.

ως, έως

préposition (graduation)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Pendant l'été, les températures vont de trente à quarante degrés Celsius.
Το καλοκαίρι η θερμοκρασία είναι τριάντα με σαράντα βαθμούς Κελσίου.

-

préposition (résultats sportifs,...) (μεταξύ των βαθμών)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Manchester United a remporté le match, quatre à deux.
Η Μάντσεστερ κέρδισε τον αγώνα με 4-2.

με

préposition (moyen)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sa voiture roule au diesel. Tu es venu à pied ?
Το αυτοκίνητό του λειτουργεί με ντίζελ. Ήρθες εδώ με τα πόδια;

-

préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Envoie le compte-rendu à la direction afin que le patron puisse le lire.
Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει.

Α

nom masculin (Scolaire : notation) (δημοτικό)

J'ai eu un "A" à mon examen d'histoire.
Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας.

Α

nom masculin invariable (groupe sanguin) (ομάδα αίματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Je suis de groupe sanguin A.

α

nom masculin invariable (subdivision) (δηλωτικό υποκατηγορίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quel est la réponse à la question 3a ?

Α

(adresse) (διεύθυνση κτηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Qui habitait au 221A Baker Street ?
Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α;

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Par exemple : à l'arrière, à part

περισσότερο από, πιο πολύ από

préposition (plutôt que)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je préfère la crème glacée au chocolat.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

σε

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous brûlons peu de calories au repos.

με

préposition (manière)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous avons roulé à bonne vitesse.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle a acheté des œufs à la douzaine. Nous sommes payés à l'heure.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

εναπόκειται σε

préposition (επίσημος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est à moi de décider, pas à toi.

να

préposition

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
On l'a forcée à reconnaître le vol.

σε

préposition (responsabilité)

C'est toujours à moi de résoudre les problèmes.
Πάντα πέφτει πάνω μου η ευθύνη να λύσω αυτά τα προβλήματα.

σε

préposition (télévision, cinéma)

Ils l'ont vu à la télé.

από

préposition (comparaison)

Je préfère le rouge au bleu.
Προτιμώ το κόκκινο από το μπλε.

σε

préposition (contact)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le combattant a pris un coup à la mâchoire.
Ο πυγμάχος δέχτηκε ένα χτύπημα στο πιγούνι.

να

préposition (aide, secours, rescousse) (ακολουθεί ρήμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sarah est venue à la rescousse.
Η Σάρα έτρεξε να βοηθήσει.

προς

préposition (sentiment, émotion)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À sa grande horreur, le tableau avait disparu.

σε

préposition (toast, souhait) (για πρόποση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Au couple heureux ! Hourrah ! Hourrah !

ανά

préposition (rendu)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je fais 60 kilomètres au litre avec cette voiture.

σε

préposition (ajout) (δείχνει προσθήκη)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Les frais supplémentaires ont ajouté du sel aux blessures.

σε σχέση με

préposition (opposition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les mûres de cette année sont inférieures à celles de la récolte de l'an dernier.

με

préposition (position relative)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le rail de gauche est parallèle au rail de droite.

απέναντι σε

préposition (réaction) (δείχνει αντίδραση)

Il a réagi avec tendresse à sa violente réaction.

με

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je parle en général, par rapport à vos efforts cette semaine.

μαζί

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À nous tous, nous n'avons que dix euros.
Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ.

σε

préposition (âge)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À 18 ans, elle est partie vivre avec son copain.
Στα 18 μετακόμισε με το φίλο της. Στην ηλικία των 18 μετακόμισε με το φίλο της.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je suis nul aux échecs.

με

(la chandelle)

Nous aimons dîner aux chandelles.

-

préposition (quelque part) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu étais au pub hier soir ?
Ήσουν στην παμπ χτες;

προς

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Les pommes sont à un dollar la livre.
Η τιμή των μήλων είναι στο 1 ευρώ το κιλό.

τυχαίος

(Mathématiques)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ordinateur a généré un nombre aléatoire.
Ο υπολογιστής παρήγαγε έναν τυχαίο αριθμό.

τηγανητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom voulait manger quelque chose de frit à son déjeuner.
Ο Τομ ήθελε κάτι τηγανητό για μεσημέρι.

που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je croyais que Nathan savait que sa fille sortait boire, mais apparemment il l'ignorait.
Νόμιζα ότι ο Νέιθαν ήξερε ότι η κόρη του έβγαινε έξω και έπινε, αλλά προφανώς δεν είχε ιδέα.

του προσώπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριολεκτικός

(έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katya est américaine, mais ses parents viennent d'une contrée lointaine.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του au στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.