Τι σημαίνει το audição στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης audição στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του audição στο πορτογαλικά.

Η λέξη audição στο πορτογαλικά σημαίνει ακοή, ακρόαση, ακοή, συνεδρίαση, ακρόαση, οντισιόν, αυτί, αφτί, ακρόαση, περνώ κπ από ακρόαση, περνώ κπ από οντισιόν, βαρήκοος, καλή ακοή, απώλεια ακοής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης audição

ακοή

substantivo feminino (capacidade de ouvir)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A audição de Tom estava começando a piorar com a idade.
Η ακοή του Τομ άρχισε να χειροτερεύει λόγω της μεγάλης ηλικίας του.

ακρόαση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audições para a peça irão acontecer no Sábado à tarde.
Οι οντισιόν για το θεατρικό έργο θα διεξαχθούν το απόγευμα του Σαββάτου.

ακοή

substantivo feminino (sentido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A audição pode ser comprometida por danos nervosos.
Η ακοή μπορεί να καταστραφεί από βλάβη των νεύρων.

συνεδρίαση

(governo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο γερουσιαστής μίλησε στη συνεδρίαση.

ακρόαση

substantivo feminino (ato de escutar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma audição atenciosa a qualquer música frequentemente revelará coisas que você nunca notou antes.
Η προσεκτική ακρόαση ενός μουσικού κομματιού συχνά αποκαλύπτει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν.

οντισιόν

(teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αυτί, αφτί

(μτφ: αίσθηση ακοής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta exposição multimídia destina-se a agradar não apenas os olhos, mas também os ouvidos.
Αυτή η έκθεση πολυμέσων έχει σκοπό να ευχαριστήσει όχι μόνο το μάτι αλλά και το αυτί (or: αφτί).

ακρόαση

locução verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu fiz uma audição para o papel principal em Hamlet, mas não consegui.

περνώ κπ από ακρόαση, περνώ κπ από οντισιόν

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós fizemos uma audição com mais de 50 atores, mas não gostamos de nenhum.
Περάσαμε από ακρόαση πάνω από 50 ηθοποιούς, αλλά δε μας άρεσε κανείς.

βαρήκοος

(parcialmente surdo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι γονείς της ήταν βαρήκοοι κι έτσι έμαθε τη γλώσσα από τη γέννησή της.

καλή ακοή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απώλεια ακοής

(surdez parcial ou total)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του audição στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.