Τι σημαίνει το berrar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης berrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του berrar στο πορτογαλικά.
Η λέξη berrar στο πορτογαλικά σημαίνει μουγκρίζω, μουγκανίζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, μιλάω ασταμάτητα, ουρλιάζω, τσιρίζω, κάνω ξερό κρότο, φωνάζω, γαβγίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, φωνάζω σε κπ, φωνάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, βάζω τις φωνές σε κπ, φωνάζω, ουρλιάζω, μιλάω δυνατά, φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ, φωνάζω, φωνάζω, κραυγάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, τσιρίζω, στριγκλίζω, φωνάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω πιο δυνατά από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης berrar
μουγκρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O elefante berrou como aviso. Ο ελέφαντας μούγκριζε ως προειδοποίηση. |
μουγκανίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ao andarmos pelos campos, podíamos ouvir vacas berrando ao longe. Καθώς περπατούσαμε μέσα στα χωράφια, ακούγαμε αγελάδες να μουγκρίζουν μακριά. |
ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O diretor berrou de raiva. Ο διευθυντής ούρλιαξε με θυμό. |
ουρλιάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O Sr. Smith berrou: "Em seus lugares agora!". Ο κ. Σμιθ φώναξε, "Καθίστε στις θέσεις σας τώρα!" |
ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lily berrou como se fosse o fim do mundo quando ela bateu seu dedão. Η Λίλυ ούρλιαξε σα να ήρθε το τέλος του κόσμου όταν χτύπησε το δάκτυλο του ποδιού της. |
μιλάω ασταμάτητα
Imogen claramente teve um dia ruim; ela berrou por meia hora sem para. |
ουρλιάζω(σε κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando a chefe de Brian descobriu seu erro, ela berrou para que ele fosse até sua sala. Όταν η αφεντικίνα του Μπράιαν ανακάλυψε το λάθος του, του φώναξε αγριεμένα (or: φώναξε θυμωμένα) να έρθει στο γραφείο της. |
τσιρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ninguém conseguia dormir porque o bebê estava berrando muito. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή το μωρό τσίριζε τόσο πολύ. |
κάνω ξερό κρότο(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A arma berrou quando o caubói disparou um tiro no ar. |
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ultimamente, meu chefe tem berrado comigo o tempo inteiro. |
γαβγίζω(μεταφορικά: ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger berrou que ainda não estava pronto. |
στριγκλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel gritou quando ela viu a aranha. Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη. |
φωνάζω σε κπ
|
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κραυγάζω, ωρύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βάζω τις φωνές σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωνάζω, ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele gritou de dor. Φώναξε από τον πόνο. |
μιλάω δυνατά(ένταση) |
φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ
|
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A julgar pela forma como o chefe está gritando, ele deve estar chateado com algo. Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι. |
φωνάζω, κραυγάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Laura gritou de dor quando ela torceu o tornozelo. Η Λόρα κραύγαζε από τον πόνο, όταν στραμπούλισε τον αστράγαλό της. |
φωνάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu estou ao seu lado. Não tem porque gritar! Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις! |
φωνάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O capitão gritou a ordem para os soldados começarem a atirar no inimigo. Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό. |
ουρλιάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os fãs estavam gritando incentivos da linha de fundo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. |
φωνάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim gritou algo da janela, mas não consegui ouvir o ele estava dizendo. Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω. |
τσιρίζω, στριγκλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Eu te odeio!" ela gritou. «Σε μισώ!», τσίριξε εκείνη. |
φωνάζω, ουρλιάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A mulher estava gritando insultos ao vendedor. |
ουρλιάζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick saiu como um furacão de casa, gritando que os pais nunca o veriam novamente. Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. |
φωνάζω πιο δυνατά από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του berrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του berrar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.