Τι σημαίνει το blurred στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blurred στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blurred στο Αγγλικά.

Η λέξη blurred στο Αγγλικά σημαίνει θολός, ασαφής, θολώνω, μουτζουρώνω, μουντζουρώνω, θολώνω, θολή ανάμνηση, χαμός, αστραπή, σφαίρα, αργόστροφος, μουτζούρα, μουντζούρα, θολώνω, θολή όραση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blurred

θολός

adjective (indistinct, unclear)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The edges of the photo are blurred.
Οι άκρες της φωτογραφίας είναι θολές.

ασαφής

adjective (figurative (boundaries, distinctions: confused)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's important for teachers to assert authority so that the boundaries in their relationships with students don't become blurred.
Είναι σημαντικό οι καθηγητές να ασκούν εξουσία, ώστε τα όρια στις σχέσεις τους με τους μαθητές να μην είναι ασαφή.

θολώνω

intransitive verb (vision: become indistinct)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
For some people, migraines cause their vision to blur.
Σε μερικούς ανθρώπους, οι ημικρανίες έχουν ως αποτέλεσμα να θολώνει η όρασή τους.

μουτζουρώνω, μουντζουρώνω

transitive verb (smudge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pamela blurred the colors of the oil pastel sketch she made.
Η Πάμελα μουτζούρωσε τα χρώματα στο σχέδιο με τα παστέλ λάδια που έκανε.

θολώνω

transitive verb (figurative (confuse) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Being inconsistent in punishing children just blurs the rules.
Η ασυνέπεια στην τιμωρία των παιδιών απλά κάνει ασαφείς τους κανόνες.

θολή ανάμνηση

noun (figurative (confusing memory)

I'm not sure what happened. It's all a blur.
Δεν είμαι σίγουρος για το τι έγινε. Είναι όλα μια θολή ανάμνηση.

χαμός

noun (figurative ([sth] busy, confusing) (μεταφορικά: από κτ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This week has been a blur of parties, awards ceremonies and interviews.
Αυτή την εβδομάδα έγινε χαμός με πάρτυ, βραβεύσεις και συνεντεύξεις.

αστραπή, σφαίρα

noun (informal ([sth], [sb] moving rapidly) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was a blur as he ran past me.
Πέρασε σφαίρα από δίπλα μου.

αργόστροφος

adjective (slow to catch on, ignorant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουτζούρα, μουντζούρα

noun (smudge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a dark blur at the bottom of the sketch.

θολώνω

transitive verb (make [sth] less distinct) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcohol blurred her judgment, and she ultimately did something she regretted.

θολή όραση

noun (inability to see clearly)

After hitting his head, he suffered from blurred vision.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blurred στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.