Τι σημαίνει το boucler στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boucler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boucler στο Γαλλικά.

Η λέξη boucler στο Γαλλικά σημαίνει κουμπώνω, κλείνω, κλείνω, αποκλείω, απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω, ετοιμάζω κτ για εκτύπωση, κάνω κτ μπούκλες, αποκλείω, τυλίγω, είμαι τυλιγμένος, δένω, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, χώνω, κλείνω, σταματάω, σταματώ, χώνω κπ μέσα, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, ρίχνω κπ στη στενή, κουμπώνω τη ζώνη μου, βάζω ζώνη, βγάζω τον σκασμό, κατσαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boucler

κουμπώνω

verbe transitif (με αγκράφα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La petite fille boucla ses chaussures en vitesse et se précipita vers la porte.
Το μικρό κορίτσι γρήγορα έδεσε τα παπούτσια της και έτρεξε έξω από την πόρτα.

κλείνω

(μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vendeur espère conclure la vente aujourd'hui.

κλείνω

(οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminons les négociations à présent.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

αποκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a bouclé la zone autour de l'accident pour que les enquêteurs puissent en déterminer la cause.
Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή γύρω από το σημείο του ατυχήματος, την ώρα που αξιωματούχοι της προσπαθούσαν να διαλευκάνουν τα αίτια του συμβάντος.

απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La zone de l'accident a été bouclée par la police.
Ο τόπος του τροχαίου ατυχήματος είχε αποκλειστεί από την αστυνομία.

ετοιμάζω κτ για εκτύπωση

verbe transitif (un journal, un magazine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est toujours une course contre la montre pour boucler la dernière édition du magazine.

κάνω κτ μπούκλες

(les cheveux)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peux me boucler les cheveux avant que je sorte danser ?
Μπορείς να μου κάνεις τα μαλλιά μπούκλες πριν πάω στον χορό;

αποκλείω

(un secteur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont bouclé toute la zone et ont dit aux résidents de se tenir éloignés.

τυλίγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Erin a bouclé la ceinture autour de sa taille.
Η Έριν τύλιξε τη ζώνη γύρω από την μέση της.

είμαι τυλιγμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le tuyau d'arrosage s'enroule le long de la cour.
Το λάστιχο του κήπου είναι τυλιγμένο στο έδαφος.

δένω

(une ceinture) (ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate attacha sa ceinture et démarra la voiture.

χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα

(μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή)

χώνω, κλείνω

(μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils l'ont enfermé dans une cellule qui lui laissait à peine de place pour bouger.
Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est temps de clore la polémique.

χώνω κπ μέσα

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Le juge devrait emprisonner (or: enfermer) le meurtrier et jeter la clé.
Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί!

ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

(figuré, familier) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ferme-la (or: La ferme) ! Je ne veux plus t'entendre.

ρίχνω κπ στη στενή

verbe transitif (populaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le juge a bouclé Elmer pour ses petits trafics.

κουμπώνω τη ζώνη μου

(ζώνη ρούχου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
N'oublie pas d'attacher ta ceinture avant de commencer à conduire.
Μην ξεχνάς να βάζεις τη ζώνη σου πριν ξεκινήσεις να οδηγάς.

βάζω ζώνη

verbe transitif (σε μεταφορικό μέσο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω τον σκασμό

locution verbale (figuré, familier) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατσαρώνω

locution verbale (des cheveux) (με ψαλίδι μαλλιών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η μαμά με βοηθάει να κάνω μπούκλες τα μαλλιά μου για να ετοιμαστώ για τον αποψινό χορό αποφοίτησης.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boucler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.