Τι σημαίνει το breakers στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης breakers στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breakers στο Αγγλικά.

Η λέξη breakers στο Αγγλικά σημαίνει μεγάλο κύμα, διακόπτης, τσούγδω, αυστηρός, κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών, διακόπτης, φοροαπαλλαγή, σκληρά μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης λοιμώδους νόσου, καθοριστικός παράγοντας, που σπάει τον πάγο, παγοθραυστικό, ηλεκτρικός πίνακας, κάτοχος ρεκόρ, διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων, νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές, απεργοσπάστης, ταί μπρέικ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης breakers

μεγάλο κύμα

noun (informal (wave that breaks) (καθομιλουμένη)

The surfers were disappointed at the absence of breakers at the beach.

διακόπτης

noun (electrical device) (ηλεκτρικού κυκλώματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Flip the breaker to turn the power off.

τσούγδω

noun (figurative, informal (woman threatening to men) (αργκό, υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυστηρός

noun (figurative, informal (strict disciplinarian)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών

noun (type of wrench: removes nuts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακόπτης

noun (electrical device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φοροαπαλλαγή

noun (US, figurative (tax relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρά μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης λοιμώδους νόσου

noun as adjective (figurative (strict measures to reduce infection)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καθοριστικός παράγοντας

noun (determining factor)

που σπάει τον πάγο

noun (figurative (conversation starter) (μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On the first day of the job, we used icebreakers to get to know each other.
Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε.

παγοθραυστικό

noun (ship that breaks ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτρικός πίνακας

noun (panel of electrical switches)

κάτοχος ρεκόρ

noun (highest achiever)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The athlete became a record breaker when she won her fifth gold medal at the Olympic Games.

διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων

noun (law: [sb] who breaks into safes)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές

noun (US, informal (young vacationer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απεργοσπάστης

noun ([sb] who works during a strike)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The strikebreakers were harassed by protesters during the strike.

ταί μπρέικ

noun (sports, game: [sth] that resolves a draw) (αθλήματα: σε ισοπαλία)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breakers στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.