Τι σημαίνει το breakout στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης breakout στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breakout στο Αγγλικά.

Η λέξη breakout στο Αγγλικά σημαίνει απόδραση, μεγάλος, έξαρση, ξέσπασμα, δραπετεύω, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, ξεσπάω, ξεσπώ, βγάζω σπυράκια, βγαίνω, βοηθώ κπ να αποδράσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης breakout

απόδραση

noun (escape from jail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breakout at the jail was captured on video.
Η απόδραση από τη φυλακή καταγράφηκε από την κάμερα.

μεγάλος

adjective (successful) (επιτυχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her first breakout hit came in 2006.
Το πρώτο μεγάλο χιτ της το έκανε το 2006.

έξαρση, ξέσπασμα

noun (disease: outbreak)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Authorities have reported a breakout of cholera in the area.
Οι αρχές ανέφεραν έξαρση χολέρας στην περιοχή.

δραπετεύω

phrasal verb, intransitive (escape)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoners broke out and managed to get past the guards.

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

(escape)

The prisoner broke out of jail by digging a tunnel.
Ο κρατούμενος δραπέτευσε από τη φυλακή σκάβοντας ένα τούνελ.

ξεσπάω, ξεσπώ

phrasal verb, intransitive (war, disease, chaos: begin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The restaurant was calm until a thrown bottle caused a fight to break out.
Το κλίμα στο εστιατόριο ήταν ήρεμο μέχρι που ξέσπασε καβγάς επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι.

βγάζω σπυράκια

phrasal verb, intransitive (develop spots on skin) (εγώ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ate too much sugar and now I'm breaking out. My face broke out right before my date with Steve!
Το πρόσωπό μου γέμισε σπυράκια ακριβώς πριν βγω ραντεβού με τον Στιβ!

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (rash, etc.: develop on skin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A rash broke out on Alice's face after she used the lotion.

βοηθώ κπ να αποδράσει

phrasal verb, transitive, separable (set [sb] free)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the gang members was in jail, so the others broke him out.
Ένα από τα μέλη της συμμορίας ήταν στη φυλακή οπότε οι υπόλοιποι τον βοήθησαν να αποδράσει.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breakout στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.