Τι σημαίνει το cabana στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cabana στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cabana στο πορτογαλικά.

Η λέξη cabana στο πορτογαλικά σημαίνει καλύβα, καλύβα, καλύβα από άχυρο, αχυρένια καλύβα, καλύβα, υπόστεγο, με σκεπαστό πέρασμα, παράγκα, καλύβα, τρώγλη, καμπάνα, παράγκα, ξυλόσπιτο, παράγκα, καλύβα, καταφύγιο, ινδιάνικη χωμάτινη καλύβα, ξυλοκαλύβα, καλύβα από κορμούς δέντρων, ξυλόσπιτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cabana

καλύβα

substantivo feminino (abrigo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os refugiados estavam amontoados em cabanas com muito pouca comida.
Οι πρόσφυγες ήταν στοιβαγμένοι σε καλύβες με πολύ λίγο φαγητό.

καλύβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os ilhéus moravam em cabanas e viviam do oceano.

καλύβα από άχυρο, αχυρένια καλύβα

(pequena barraca coberta com palha)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλύβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόστεγο

(cabana com telhado inclinado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με σκεπαστό πέρασμα

substantivo feminino (σε σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράγκα, καλύβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρώγλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καμπάνα

substantivo feminino (καλύβα δίπλα στη θάλασσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράγκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há alguns barracões atrás do prédio principal.
Υπάρχουν μερικές παράγκες πίσω από το κεντρικό κτίριο.

ξυλόσπιτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os pais do Henry moram em um chalé nas montanhas.
Οι γονείς του Χένρυ μένουν σε μια καλύβα στο βουνό.

παράγκα, καλύβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquela família é tão pobre que mora em nada menos que um barracão.
Εκείνη η οικογένεια είναι τόσο φτωχή που το σπίτι τους δεν είναι παρά μια παράγκα.

καταφύγιο

(συνήθως στο βουνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os homens alugaram uma choupana para o fim de semana para irem caçar.
Οι άνδρες έχουν νοικιάσει έναν ξενώνα για το σαββατοκύριακο, για να πάνε για κυνήγι.

ινδιάνικη χωμάτινη καλύβα

(feita de lama)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξυλοκαλύβα, καλύβα από κορμούς δέντρων, ξυλόσπιτο

(casa de madeira)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο παππούς μου έκτισε αυτή την ξυλοκαλύβα με τα ίδια του τα χέρια.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cabana στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.