Τι σημαίνει το cará στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cará στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cará στο πορτογαλικά.

Η λέξη cará στο πορτογαλικά σημαίνει φίλε, ουφ, πω πω, έκφραση, εκπρόσωπος, φίλε, τύπος, πρόσωπο, μπροστινή πλευρά, τύπος, τύπος, κορώνα, κύριος, πρόσωπο, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, τύπος, μάπα, μούρη, μουσούδα, φτυστός, τύπος, φίλε, μικρέ, φίλος, φιλαράκος, έκφραση, τύπος, φίλος, φιλαράκος, τάρο, μορφή, όψη, θράσος, το θράσος, το έτερον ήμισυ, λιώνω, αποδοκιμάζω, μαλάκας, καριόλης, θράσος, ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία, κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω, πίνω υπερβολικά πολύ, ανέκφραστος, ξεδιάντροπος, στρογγυλοπρόσωπος, κοντά ο ένας με τον άλλο, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, μόλις δω κτ, κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, από κοντά, απευθείας αντιπαράθεση, απλά κάν' το!, Σα δε ντρέπεσαι!, σταντ-απ, stand up, stand up comedy, χλωμό πρόσωπο, μικροδείχνω, τα μαλλιά της κεφαλής μου, μούτρα, ο κούκος αηδόνι, διασκεδαστικός τύπος, αποπληρωμή, εξόφληση, στωικότητα, παίζω κορώνα - γράμματα, χαστούκι, καλό παιδί, αγγελικό πρόσωπο, παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα, κορώνα ή γράμματα, παγωμένη έκφραση, σε άμεσο ανταγωνισμό με, δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος, δεν ντρέπομαι, κάνω γκριμάτσα, ίδιος και απαράλλαχτος, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο, πετάω στα μούτρα, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, στρίβω κέρμα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, κοστίζω μια περιουσία, καταλαβαίνω, ρίχνω αλάτι στην πληγή, αδιαφορώ, περιφρονώ, τρακάρω, συναντώ τυχαία, αγουροξυπνημένος, με ακάλυπτο πρόσωπο, σε άμεσο ανταγωνισμό, με λευκό κεφάλι, κατηγορηματικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, κατσούφης, κατσούφα, μουρτζούφλης, μουρτζούφλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cará

φίλε

interjeição (interjeição: surpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ei, cara! Olha o que acabei de achar.
Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα.

ουφ, πω πω

interjeição (interjeição: cansaço)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cara! Foi difícil subir essas escadas.
Ουφ! Ήταν δύσκολο το ανέβασμα της σκάλας.

έκφραση

substantivo feminino (expressão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela não tinha uma cara feliz naquele dia.
Δεν είχε πολύ χαρούμενη φάτσα εκείνη την ημέρα.

εκπρόσωπος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A cara do partido deve ser alguém que agrade a todos os eleitores.
Ο εκπρόσωπος του κόμματος πρέπει να είναι κάποιος που είναι αρεστός σε όλους τους ψηφοφόρους.

φίλε

substantivo masculino (tratamento amistoso para com amigo) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Como você está, cara?
Φίλε (or: Φιλαράκι), τι κάνεις;

τύπος

(homem, menino) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Há um rapaz na esquina vendendo sorvete.
Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό.

πρόσωπο

substantivo feminino (parte da frente da cabeça)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A bola atingiu-o na cara.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δε μου αρέσει η μάπα (or: μούρη) του.

μπροστινή πλευρά

substantivo feminino

Simon olhou para a face da lua.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω.

τύπος

(BRA, gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τύπος

(BRA, informal: rapaz) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Olhei pela janela e vi um cara andando pela rua.
Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο και είδα έναν τύπο να περπατάει κατά μήκος του δρόμου.

κορώνα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Cara ou coroa?" ela perguntou, girando a moeda.
«Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα.

κύριος

(informal, pejorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ei, espertinho, você não pode parar seu carro aqui.
Έι, κύριος, δεν μπορείς να παρκάρεις εκεί!

πρόσωπο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρε παιδί μου, βρε παιδί μου

(gíria)

Cara, está quente hoje!
Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!

τύπος

substantivo masculino (gíria) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O Chas é um cara legal.

μάπα, μούρη

(face) (αργκό: άκομψο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μουσούδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φτυστός

substantivo feminino (figurado: pessoa parecida) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aquela menina é a cara da mãe dela!
Αυτό το κορίτσι είναι φτυστό η μητέρα του!

τύπος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele é apenas um cara que conheci no ônibus.
Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο.

φίλε, μικρέ

substantivo masculino (gíria) (καθομ: προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φίλος, φιλαράκος

substantivo masculino (informal: rapaz, homem)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έκφραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando o médico saiu da sala de operação, o rosto dele estava atribulado.
Όταν ο γιατρός βγήκε από την εγχείρηση, η έκφρασή του ήταν προβληματισμένη.

τύπος

(uma pessoa qualquer) (καθομιλουμένη: προφορικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joe é um sujeito muito decente quando você o conhece de verdade.

φίλος, φιλαράκος

(informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τάρο

(tubérculo tropical)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μορφή, όψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A barba de Barry lhe deixa com aspecto de lenhador.
Η γενειάδα του Λάρρυ τον έκανε να μοιάζει με ξυλοκόπο.

θράσος

(atrevimento excessivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem a audácia de vim dar as caras aqui depois do que fez?
Έχεις μεγάλο θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μετά από ό,τι έκανες!

το θράσος

(BRA, figurado, informal) (να κάνω κτ)

O moço teve a cara de pau de responder ao chefe.
Ο τύπος είχε το θράσος να αντιμιλά στο αφεντικό του.

το έτερον ήμισυ

(informal, datado) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λιώνω

(μτφ, καθομ: μεθάω πολύ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποδοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλάκας, καριόλης

(BRA: ofensivo) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O antigo namorado da Erin é um bundão.
Ο πρώην της Έριν είναι μαλάκας.

θράσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cansei do seu atrevimento!
Αρκετά με την αυθάδεια σου!

ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο κωμικός έγινε διάσημος για το ειρωνικό χιούμορ του.

κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίνω υπερβολικά πολύ

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estudantes universitários embebedando-se em festas se tornou um problema amplamente difundido.
Οι φοιτητές που πίνουν υπερβολικά πολύ στα πάρτυ είναι ένα πρόβλημα που έχει εξαπλωθεί.

ανέκφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεδιάντροπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στρογγυλοπρόσωπος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντά ο ένας με τον άλλο

locução adverbial (contato direto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pessoas que trabalham em submarinos aprendem a viver cara a cara um com o outro.
Όσοι εργάζονται σε υποβρύχια μαθαίνουν να ζουν κοντά ο ένας με τον άλλο.

κατά μέτωπο, κατά μέτωπον

locução adverbial (em competição)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόλις δω κτ

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο άντρας πυροβόλησε το ληστή επί τη εμφανίσει του.

κατά πρόσωπο

(pessoalmente, diretamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόσωπο με πρόσωπο

(em pessoa)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trocamos e-mails por um ano antes de finalmente nos encontrarmos cara a cara. Já tínhamos nos visto por fotos, mas a primeira vez que nos vimos cara a cara foi um choque.
Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε.

από κοντά

(face a face, intimamente) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

απευθείας αντιπαράθεση

advérbio (em direta concorrência)

απλά κάν' το!

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το!

Σα δε ντρέπεσαι!

(leve ultraje, insulto) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σταντ-απ, stand up, stand up comedy

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χλωμό πρόσωπο

expressão (gíria) (λευκός)

μικροδείχνω

substantivo feminino

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela tem uma cara de bebê, ninguém diria que ela tem mais de trinta anos.

τα μαλλιά της κεφαλής μου

expressão (caro; exorbitante) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry pagou o olho da cara por aquele terno.

μούτρα

substantivo feminino (μεταφορικά: λύπη, γκρίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ο κούκος αηδόνι

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não, o preço está muito alto. Ele quer os olhos da cara por aquele carro velho.
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

διασκεδαστικός τύπος

(informal)

αποπληρωμή, εξόφληση

(fig., pagamento de dívida) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στωικότητα

substantivo feminino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίζω κορώνα - γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαστούκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλό παιδί

(καθομιλουμένη)

αγγελικό πρόσωπο

(aparência de inocente)

παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κορώνα ή γράμματα

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγωμένη έκφραση

substantivo feminino (informal)

σε άμεσο ανταγωνισμό με

expressão (em competição com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος

expressão verbal (aparência)

δεν ντρέπομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πώς μπορείς να βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν και να μην κάνεις τίποτα. Δεν ντρέπεσαι;

κάνω γκριμάτσα

(informal)

ίδιος και απαράλλαχτος

(figurado) (είμαι)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο

expressão verbal (ser confrontado por) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω στα μούτρα

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρίβω κέρμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

(ganhar em cara ou coroa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό

expressão verbal (revelar natureza)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοστίζω μια περιουσία

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω αλάτι στην πληγή

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδιαφορώ, περιφρονώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρακάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu tenho um hematoma enorme onde dei de cara no canto da mesa. Eu dei de cara no carro na minha frente no caminho para o trabalho.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά.

συναντώ τυχαία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No fim de semana dos escritores, deparei-me com um cara com muitos contatos úteis no mundo editorial. // Encontrei esta citação de Oscar Wilde enquanto estudava outro autor.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συνάντησα τυχαία αυτό το απόσπασμα από τον Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ μελετούσα έναν άλλο συγγραφέα. Στην εκδήλωση για τους συγγραφείς το Σαββατοκύριακο συνάντησα τυχαία έναν τύπο με πολλές χρήσιμες επαφές στον κλάδο των εκδόσεων.

αγουροξυπνημένος

(ainda com sono)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με ακάλυπτο πρόσωπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε άμεσο ανταγωνισμό

locução adjetiva (em competição direta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με λευκό κεφάλι

locução adjetiva (cavalo) (για άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατηγορηματικά

locução adverbial (fig, diretamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Andando na floresta, o homem ficou chocado ao se encontrar cara a cara com um urso.

κατσούφης, κατσούφα, μουρτζούφλης, μουρτζούφλα

expressão (κακόκεφος)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cará στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.