Τι σημαίνει το cariños στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cariños στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cariños στο ισπανικά.

Η λέξη cariños στο ισπανικά σημαίνει στοργή, τρυφερότητα, αγαπούλα, αγάπη μου, αγαπούλα μου, αγαπούλα, αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, ο γλυκός μου, η γλυκιά μου, αγάπη, στοργή, τρυφερότητα, αξία, αγάπη μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγάπη, στοργή, τρυφερότητα, γλυκέ μου, γλυκιά μου, δέσιμο, αγάπη μου, αγαπητή μου, γλυκέ μου, αγάπη μου, αγαπητέ, αγαπητή, κοπελιά, τρυφερότητα, στοργή, αγάπη, συμπάθεια, προτίμηση, γλυκός, καλός, έκπληξη, αγάπη, αγάπη μου, γλύκα, αγαπούλα, αγάπη μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, μπέμπης, μπέμπα, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή, κολακευτικός, νοιάζομαι, με στοργή, Με αγάπη από, Με πολλή αγάπη, έμφυτη στοργή,τρυφερότητα, γλυκόλογα, αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ, νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπ, καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή, με αγάπη, νοιάζομαι για κπ/κτ, με φροντίδα, με στοργή, γλυκόλογα, αρχίζω να συμπαθώ, πνίγω, ενδιαφέρομαι για κπ, αγενώς, εκτιμώ, γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cariños

στοργή, τρυφερότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex miró al gatito con afecto.
Η Άλεξ κοίταζε το γατάκι με στοργή (or: τρυφερότητα).

αγαπούλα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγάπη μου, αγαπούλα μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγαπούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγάπη, τρυφερότητα, στοργή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desde que nos casamos ha dejado de tratarme con cariño.

ο γλυκός μου, η γλυκιά μου

nombre masculino

αγάπη, στοργή, τρυφερότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La anciana recordaba su niñez con mucho cariño.

αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγάπη μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes pasarme esa caja, cariño?
Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου;

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué tal te fue en el trabajo, cariño?
Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου;

αγάπη, στοργή, τρυφερότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por su expresión, el cariño que le tiene a sus sobrinos es obvio.

γλυκέ μου, γλυκιά μου

nombre común en cuanto al género

δέσιμο

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Max tiene tanto cariño por su nuevo cachorro.
Ο Μαξ έχει τρομερό δέσιμο με το νέο του σκυλάκι.

αγάπη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven aquí, cariño, y dame un abrazo.

αγαπητή μου

(παλαιό: κάπως τυπικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Estás calientita, cariño?
Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου;

γλυκέ μου

(άντρας, αγόρι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hola cariño, ¿cómo te va?

αγάπη μου

(cariñoso, coloquial) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hola cariño, ¿cómo ha ido hoy la escuela?

αγαπητέ, αγαπητή

(expresión cariñosa, coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κοπελιά

(cariñoso) (για γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John me saludó con un "¿Todo bien, corazón?".

τρυφερότητα, στοργή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ternura de la madre hacia sus hijos era conmovedora de ver.
Η τρυφερότητα της μητέρας απέναντι στα παιδιά της ήταν συγκινητικό θέαμα.

αγάπη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los apodos normalmente son muestras de afecto.

συμπάθεια, προτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene afición por todo lo que tenga relación con la Antigua Roma.
Έχει μια προτίμηση σε ότι συνδέεται με την Αρχαία Ρώμη.

γλυκός, καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gracias por ayudarme con ese trabajo. Eres un encanto.
Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός.

έκπληξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo algo para ella. Le hice una tarjeta y la voy a sorprender mañana.
Της έχω μια έκπληξη. Της έφτιαξα μια κάρτα και θα της την δώσω αύριο.

αγάπη, αγάπη μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Amor, ¿me pasas el mando a distancia?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

γλύκα, αγαπούλα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te preocupes, querido; ¡todo va a estar bien!

αγάπη μου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vienes, mi amor?
Έρχεσαι αγάπη μου;

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Para cuando leas esto, querido, ya estaré en Francia.

μπέμπης, μπέμπα

(AmL) (παιδί)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

στοργικά, τρυφερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Firmó la carta "Cariñosamente, el tío Jim".

με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El viejo anciano miraba cariñosamente a su esposa de cincuenta años.

κολακευτικός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νοιάζομαι

(amar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Envíale un email para hacerle saber que aún le quieres.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

με στοργή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Με αγάπη από

expresión (coloquial) (με αιτιατική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Με πολλή αγάπη

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμφυτη στοργή,τρυφερότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene un cariño innato por los animales desde que era niña.

γλυκόλογα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi cuñada y yo no nos llevábamos bien al principio, pero ahora nos hemos cogido mucho cariño.
Στην αρχή δεν τα πηγαίναμε καλά με την κουνιάδα μου, αλλά τώρα συμπαθηθήκαμε αρκετά.

νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La actitud alegre de Margaret se ganó el cariño de todos en la oficina.

με αγάπη

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con cariño, Inés.

νοιάζομαι για κπ/κτ

(alguien)

Quiero a mis perros, me hacen compañía cuando no hay nadie más alrededor.

με φροντίδα, με στοργή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γλυκόλογα

(μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La pareja se susurraba palabras de cariño.

αρχίζω να συμπαθώ

(ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La niña le ha cogido cariño a su nuevo cachorro y ahora son inseparables.
Το μικρό κορίτσι άρχισε να συμπαθεί το καινούριο της κουταβάκι. Τώρα είναι αχώριστοι.

πνίγω

(μτφ: κπ με κτ, κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre de Imogen la cubrió a besos.
Η μητέρα της Ίμοτζεν την έπνιγε με την προσοχή της.

ενδιαφέρομαι για κπ

Juliana todavía quiere a Simon después de todos estos años.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

αγενώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque ya no siguen juntos, Sarah todavía quiere a su exmarido como amigo.

γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su sonrisa radiante me anima cada mañana.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cariños στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.