Τι σημαίνει το chips στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chips στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chips στο Αγγλικά.
Η λέξη chips στο Αγγλικά σημαίνει πατάτα, τηγανητές πατάτες, πατατάκι, τσιπ, chip, θραύσμα, πελεκούδι, ροκανίδι, μάρκα, κόβω σε κομματάκια, σπάω, σπάζω, ράγισμα, σπάσιμο, κοπριά, ψηλοκρεμαστή μπαλιά, δίνω φορά προς τα πάνω, πελεκάω, πελεκώ, αφαιρώ λίγο λίγο, λέω τη γνώμη μου, συνεισφέρω, τσοντάρω, ξεφλουδίζω, ξύνω, γδέρνω με σμίλη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σόι πάει το βασίλειο, διαπραγματευτικό χαρτί, επικερδής μετοχή, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακός, τσιπ ντάμπινγκ, ψηλοκρεμαστή πάσα, φαστφουντάδικο, μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκι, παγωτό με κομματάκια σοκολάτας, μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας, παγωτό με κομμάτια σοκολάτας, τσιπς από καλαμπόκι, σβουνιά, βουνιά, πατατάκια, έχω πικρία, πατατάκια, πλίνθιο πυριτίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chips
πατάταnoun (UK, usually plural (thick potato fry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He stabbed his fork into a chip and dipped it into the ketchup. Κάρφωσε μια τηγανητή πατάτα με το πιρούνι του και τη βούτηξε στο κέτσαπ. |
τηγανητές πατάτεςplural noun (UK (serving of thick potato fries) Would you prefer chips or boiled potatoes? Προτιμάς τηγανητές πατάτες ή βραστές; |
πατατάκιnoun (US, usually plural (potato snack: crisp) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Let's have sandwiches and chips for lunch. Ας φάμε σάντουϊτς και πατατάκια για μεσημεριανό. |
τσιπ, chipnoun (computing: microchip) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) You can insert a chip in your pet now as a means of identification. Τώρα μπορείς να βάλεις τσιπάκι στο κατοικίδιό σου ως μέσο ταυτοποίησης. |
θραύσμαnoun (small piece removed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Logan fell and knocked a chip out of his front tooth. Ο Λόγκαν έπεσε και έσπασε ένα κομματάκι από το μπροστινό του δόντι. |
πελεκούδι, ροκανίδιnoun (small shard of ice, wood, etc.) (ξύλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children suck on ice chips in summer. |
μάρκαnoun (gambling: token, counter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The green chips are worth twenty dollars each. |
κόβω σε κομματάκιαtransitive verb (ice, wood, etc.: break) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chip the ice before you put it in the glasses. |
σπάω, σπάζωtransitive verb (tooth, cup: break) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob chipped a tooth in the car accident. |
ράγισμα, σπάσιμοnoun (defect, flaw) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The teacup is beautiful, but it has a small chip. |
κοπριάnoun (dried animal dung) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe stepped on a cow chip while walking through the field. |
ψηλοκρεμαστή μπαλιάnoun (sport: short, high shot) |
δίνω φορά προς τα πάνωtransitive verb (sport: hit or kick [sth] in an arc) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The golfer chipped the ball out of the sand trap. |
πελεκάω, πελεκώphrasal verb, transitive, inseparable (hack pieces off) (αφαιρώ κομμάτια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Michelangelo created statues by chipping away at marble with a chisel and hammer. |
αφαιρώ λίγο λίγοphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (decrease gradually) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The bullying he was subjected to throughout his childhood chipped away at his self-confidence. |
λέω τη γνώμη μουphrasal verb, intransitive (informal (enter a debate) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Can I chip in? I just wanted to say that I thought your presentation was fantastic. Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική. |
συνεισφέρωphrasal verb, intransitive (informal (contribute money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The three friends decided to chip in to buy John an expensive birthday present. Οι τρεις φίλοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν για να αγοράσουν ένα ακριβό δώρο γενεθλίων στον Τζον. |
τσοντάρωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (money: contribute) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They each chipped in 100 euros and bought their mother a trip to Greece. Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα. |
ξεφλουδίζωphrasal verb, intransitive (paint: peel away) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Although they had just painted the wall, the cheap paint had already started to chip off. |
ξύνω, γδέρνω με σμίληphrasal verb, transitive, separable (remove by chiselling) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>phrasal verb, intransitive (golf: play chip shot) |
σόι πάει το βασίλειοnoun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block. |
διαπραγματευτικό χαρτίnoun (figurative ([sth] useful to negotiation) |
επικερδής μετοχήnoun (reliably profitable stock) |
έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακόςadjective (figurative (outstanding of its kind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many experts consider blue-chip companies to be the most stable stocks to invest in. |
τσιπ ντάμπινγκnoun (poker: cheating) (πόκερ: κλέψιμο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ψηλοκρεμαστή πάσαnoun (soccer move) (ποδόσφαιρο) You can use a chip pass when you want to pass the ball over the defense line with precision and accuracy. |
φαστφουντάδικοnoun (UK (take-away restaurant: sells fries) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκιplural noun (small bits of chocolate) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Don't forget to sprinkle some chocolate chips on your cookies. Μην ξεχάσεις να ρίξεις μερικά μικρά κομμάτια σοκολάτας πάνω στα μπισκότα σου. |
παγωτό με κομματάκια σοκολάταςnoun (ice-cream flavour) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) What flavour ice cream would you like: raspberry ripple or chocolate chip? |
μπισκότο με κομματάκια σοκολάταςnoun (biscuit: chocolate bits) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She loves to have chocolate chip cookies with her tea. |
παγωτό με κομμάτια σοκολάταςnoun (ice cream: chocolate bits) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τσιπς από καλαμπόκιnoun (savoury snack food) (πρόχειρο φαγητό, σνακ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σβουνιά, βουνιάnoun (informal (bovine feces) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When Beverly walked across the cow pasture, she stepped in a huge cow pie! |
πατατάκιαnoun (UK, usually plural (potato snack: chip) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Whenever he brought crisps to school, he shared them with his friends. Κάθε φορά που έφερνε πατατάκια στο σχολείο, τα μοιραζόταν με τους φίλους του. |
έχω πικρίαverbal expression (figurative (have a resentful attitude) |
πατατάκιαnoun (usually plural (snack food: crisp) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Apparently, several pounds of raw potatoes are needed to make a single pound of potato chips. |
πλίνθιο πυριτίουnoun (electronic microchip) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chips στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του chips
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.