Τι σημαίνει το conocido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conocido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conocido στο ισπανικά.

Η λέξη conocido στο ισπανικά σημαίνει ξέρω, συναντάω, συναντώ, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, γνωρίζω, εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω, γνωρίζομαι, έχω πάρει χαμπάρι κπ, δοκιμάζω, γεύομαι, είμαι έμπειρος σε, που έχει πάρει χαμπάρι, γνωστός, γνωστός, γνώριμος, οικείος, γνωστό, διάσημος, γνωστός, γνωριμία, παροιμιώδης, γνώριμος, αναγνωρίσιμος, πολύ γνωστός, συγγενής, γνωστός, γνωστή, γνωστός, έχω στο μυαλό μου, εν αγνοία, δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων, αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό, γνωρίζω, ξέρω καλά, γνωρίζω καλά, ξέρω τι παίζει με κτ, ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται, είμαι πολύ καλός σε κτ, παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά, κατανοώ και τις δύο πλευρές, μαθαίνω,γνωρίζω, έχω τις πληροφορίες, ξεκαθαρίζω, γνωρίζω, ξέρω πώς γίνεται κτ, καταλαβαίνω τη νεολαία, εξοικειώνω, δεν έχουμε γνωριστεί, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτά, γνωρίζομαι, γνωρίζομαι με κπ, μαθαίνω για κτ/κπ, κτ μου είναι ξένο, μαθαίνω, ξέρω τα κατατόπια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conocido

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conozco la respuesta.
Γνωρίζω την απάντηση.

συναντάω, συναντώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy conocí a alguien que dijo que te conocía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

ξέρω, γνωρίζω

verbo transitivo (γνωριμία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Conoces a Julia?
Γνωρίζεστε με την Τζούλι;

ξέρω, γνωρίζω

(παγιωμένη γνώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene sólo tres años, pero conoce el alfabeto.
Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα.

ξέρω, γνωρίζω

verbo transitivo (έχουμε συναντηθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conozco, pero no es amigo mío.
Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι.

γνωρίζω

(cambio de sujeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría presentarte a mi amigo James.
Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς.

εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debo conocerte antes de que empecemos un negocio juntos.
Πρέπει να σε μάθω (or: γνωρίσω) πριν ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση. Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα.

γνωρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dejé a Pablo y a Lili para que se conozcan.

έχω πάρει χαμπάρι κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos están fascinados con ese charlatán, ¡pero yo lo conozco!

δοκιμάζω, γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría probar un poquito de su estilo de vida.

είμαι έμπειρος σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tengo experiencia en lenguajes de programación porque me pasé la vida trabajando en informática.

που έχει πάρει χαμπάρι

(ανεπ: κπ/κτ, ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom cree que es listo, pero su madre sabe de sus engaños.
Ο Τομ νομίζει ότι είναι έξυπνος, αλλά η μητέρα του έχει πάρει χαμπάρι την κομπίνα του.

γνωστός

adjetivo (αναγνωρίσιμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un conocido asesino en serie.
Είναι ένας γνωστός δολοφόνος.

γνωστός, γνώριμος, οικείος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su cara me parece conocida.
Το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό.

γνωστό

adjetivo (matemáticas) (μαθηματικά: με τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si X e Y son valores conocidos, podemos deducir el valor de Z.
Αν το x και το y είναι γνωστά (or: δεδομένα), μπορούμε να βρούμε το z.

διάσημος, γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchas actrices y actores son famosos en todo el mundo.
Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.

γνωριμία

(απλή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παροιμιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Visitaremos el proverbial Gran Cañón.

γνώριμος, αναγνωρίσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su cara nos resulta familiar por aquí.
Είναι γνώριμο (or: αναγνωρίσιμο) πρόσωπο εδώ γύρω.

πολύ γνωστός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Él es famoso en todo el país.
Είναι πολύ γνωστός σε όλη τη χώρα.

συγγενής

(familiar) (κάποιου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Es un pariente de mi mujer: su madre y el abuelo de mi mujer eran primos.

γνωστός, γνωστή

nombre masculino, nombre femenino

Considero a Juan apenas un conocido más que un amigo.

γνωστός

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hemos trabajado con Mike por más de una década, es un conocido.

έχω στο μυαλό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tengo por una mujer íntegra.
Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα.

εν αγνοία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Declararse en desconocimiento de la ley no exime de su cumplimiento.

δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό

(de gente importante)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Hizo mención de nombres de varios políticos como si fueran grandes amigos suyos.

γνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conocí a Arturo hace cinco años.

ξέρω καλά, γνωρίζω καλά

locución verbal

Los taxistas deben conocer bien las calles de la ciudad.

ξέρω τι παίζει με κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chloe conoce con detalle el negocio inmobiliario.

ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Y a última hora dirá que no puede venir, me conozco la jugada.

είμαι πολύ καλός σε κτ

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi profesora de Historia realmente sabe de lo suyo. ¡Tiene respuesta para todo!

παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά

expresión (μεταφορικά: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para tener éxito en la política, es necesario conocer las reglas del juego.

κατανοώ και τις δύο πλευρές

(de una cuestión)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunque conozcas ambos lados de la cuestión tienes que tomar una decisión.

μαθαίνω,γνωρίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No eres la mujer que yo conocía tan bien. Eres otra persona.
Δεν είσαι η γυναίκα που έμαθα (or: γνώρισα). Έχεις αλλάξει.

έχω τις πληροφορίες

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo emitir juicio hasta conocer la verdad.

ξεκαθαρίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recién en el último capítulo el lector llega a conocer todos los detalles de la trama.

γνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξέρω πώς γίνεται κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω τη νεολαία

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοικειώνω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El instructor familiarizó a los estudiantes con el nuevo «software».

δεν έχουμε γνωριστεί

locución verbal (ξένος με κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nunca me pierdo por este barrio: me lo conozco al dedillo.

ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτά

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γνωρίζομαι

(persona) (με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)

γνωρίζομαι με κπ

Mis hijos conocieron a los hijos de los vecinos el día que se mudaron.

μαθαίνω για κτ/κπ

Leí su biografía para conocer detalles sobre su vida.

κτ μου είναι ξένο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθαίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él me dio a conocer esta brillante página web.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με μύησε στα μυστικά του ίντερνετ.

ξέρω τα κατατόπια

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conocido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.