Τι σημαίνει το controlling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης controlling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του controlling στο Αγγλικά.

Η λέξη controlling στο Αγγλικά σημαίνει έλεγχος, αυτοέλεγχος, σύστημα ελέγχου, χειρίζομαι, ελέγχω, πρότυπο, έλεγχος, ρυθμιστής, έλεγχος, κοντρόλ, ελέγχω, θέτω υπό έλεγχο, συγκρατούμαι, έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας, αυτόματος έλεγχος, αυτόματος έλεγχος απολαβής, αντισύλληψη, αντισυλληπτικό χάπι, κλιματισμός, κέντρο ελέγχου, θέλει να έχει τον έλεγχο, θέλει να ελέγχει τα πάντα, ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα, πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου, πίνακας οργάνων, εργαλειογραμμή, αίθουσα ελέγχου, πύργος ελέγχου, συγκρατούμαι, ταχοστάτης, έλεγχος ζημιών, έλεγχος ζημιάς, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, αντιπλημμυρική προστασία, έλεγχος εδάφους, περιορισμός οπλοκατοχής, έχω τον έλεγχο, δαμάζω, υπερνικώ, που έχει τον έλεγχο, που είναι αρμόδιος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κπ, που έχει τον έλεγχο, που διατηρεί τον έλεγχο ενός πράγματος, που δαμάζει κτ, που ελέγχει κτ, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, μέσα στις δυνατότητες σου, έλεγχος από κοινού, δεν χάνω τον έλεγχο, έχω υπό έλεγχο, χάνω τον έλεγχο, χάνω τον έλεγχο, χάνω τον έλεγχο του, χειροκίνητος έλεγχος, κέντρο ελέγχου αποστολής, εκτός ελέγχου, εκτός ελέγχου, πέρα από τον έλεγχο σου, γονικός έλεγχος, γονικός έλεγχος, έλεγχος διαβατηρίου, έλεγχος παρασίτων, αγορανομικός έλεγχος, έλεγχος ποιότητας, τηλεχειριστήριο, αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχου, έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων, αυτοέλεγχος, έλεγχος βρασμού, αποκλειστικός έλεγχος, βγαίνω εκτός ελέγχου, ετατισμός, κρατισμός, παίρνω τον έλεγχο, θερμοστάτης, ρύθμιση της κυκλοφορίας, υπό έλεγχο, υπό τον έλεγχο, διακόπτης που ρυθμίζει την ένταση του ήχου, δίαιτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης controlling

έλεγχος

noun (authority) (εξουσία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The principal has control over his school.
Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο.

αυτοέλεγχος

noun (restraint, self-control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The witness showed great control under cross-examination.
Ο μάρτυρας έδειξε αυτοέλεγχο στην κατ' αντιπαράσταση εξέταση.

σύστημα ελέγχου

noun (machine) (μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot started working the controls of the plane.
Ο πιλότος έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ελέγχου του αεροπλάνου.

χειρίζομαι

transitive verb (manipulate: machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crane operator controlled the machine without problem.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

ελέγχω

transitive verb (direct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager controls the employees under him.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του.

πρότυπο

noun (standard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We must follow all regulatory controls.

έλεγχος

noun (domination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The island came under state control.

ρυθμιστής

noun (regulating device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The temperature control is broken.

έλεγχος

noun (prevention)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pest control is difficult in hot climates.

κοντρόλ

noun (sports: skill)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That pitcher has incredible control.

ελέγχω

transitive verb (manipulate: person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his girlfriend because she tried to control him too much.
Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά.

θέτω υπό έλεγχο

transitive verb (restrict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The curfew controls the movements of the citizens.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ελέγχει τις κινήσεις των πολιτών.

συγκρατούμαι

transitive verb and reflexive pronoun (remain calm and composed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even if she tries to pick a fight, you must control yourself and avoid responding.

έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας

noun (directing and monitoring aircraft)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Air traffic control is one of the most stressful occupations.

αυτόματος έλεγχος

noun (system: not manual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My garden sprinklers work by automatic control.

αυτόματος έλεγχος απολαβής

noun (electronic device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αντισύλληψη

noun (contraception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are many methods of birth control.
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι αντισύλληψης.

αντισυλληπτικό χάπι

noun (contraceptive tablet) (συνήθως πληθυντικός)

Women take the birth control pill to avoid getting pregnant.

κλιματισμός

(thermostat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κέντρο ελέγχου

noun (operational hub)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέλει να έχει τον έλεγχο, θέλει να ελέγχει τα πάντα

noun (slang ([sb] dominating and perfectionist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother is a control freak when it comes to using the computer.

ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα

noun (in a scientific study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου

noun (Ctrl: touch control on a keyboard) (σε συσκευή υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The control key is used to modify the actions of other keys.

πίνακας οργάνων

noun (dashboard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργαλειογραμμή

noun (computing: settings) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίθουσα ελέγχου

(room with controls)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πύργος ελέγχου

noun (for airplane traffic) (εναέριας κυκλοφορίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Before the airplanes collided, the control tower alerted them that they were too close.

συγκρατούμαι

transitive verb and reflexive pronoun (resist temptation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταχοστάτης

noun (vehicle's automatic speed system) (όχημα: ρυθμιστής ταχύτητας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έλεγχος ζημιών

noun (reduction of loss by fire, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έλεγχος ζημιάς

noun (reducing damage to reputation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

noun (initialism (European Centre for Disease Prevention and Control)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αντιπλημμυρική προστασία

noun (measures to prevent flood damage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city council is planning to implement new flood control measures.

έλεγχος εδάφους

noun (airport facility)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

περιορισμός οπλοκατοχής

noun (restrictions on owning firearms)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έχω τον έλεγχο

transitive verb (be in charge of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have control of the communication department.

δαμάζω, υπερνικώ

transitive verb (master)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που έχει τον έλεγχο

adjective (has authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we have a meeting, Bob is always in control and runs things very efficiently.

που είναι αρμόδιος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κτ

expression (in charge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που είναι υπεύθυνος για κπ

expression (in charge of [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει τον έλεγχο

adjective (has mastery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After months of practicing driving, Wendy was fully in control during her exam.

που διατηρεί τον έλεγχο ενός πράγματος

expression (has mastery of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even with the pouring rain, she was very much in control of the car.
Μολονότι έβρεχε καταρρακτωδώς, διατήρησε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τον έλεγχο του αυτοκινήτου.

που δαμάζει κτ, που ελέγχει κτ

expression (mastering emotions) (μεταφορικά: αισθήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

adjective (your responsibility)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέσα στις δυνατότητες σου

adverb (within your power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλεγχος από κοινού

noun (shared authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν χάνω τον έλεγχο

verbal expression (stay calm and composed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω υπό έλεγχο

verbal expression (retain authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure you keep control of the situation, or we'll be in real trouble.

χάνω τον έλεγχο

(no longer have composure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τον έλεγχο

verbal expression (no longer have authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Republicans lost control of the U.S. Senate.

χάνω τον έλεγχο του

verbal expression (no longer be in command)

He was so frightened, he lost control of his bladder.

χειροκίνητος έλεγχος

noun (operation by hand)

κέντρο ελέγχου αποστολής

(aerospace)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκτός ελέγχου

adverb (wild, unrestrained)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The child was screaming and stamping his feet, quite out of control.

εκτός ελέγχου

adjective (unrestrained, wild)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
You're just an out-of-control brat!

πέρα από τον έλεγχο σου

adjective (not within your power to affect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The situation is out of your control.

γονικός έλεγχος

noun (control exercised by parents)

γονικός έλεγχος

noun (computer feature)

έλεγχος διαβατηρίου

noun (identity check at airport, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I always get nervous at passport control, even though I've nothing to hide.

έλεγχος παρασίτων

noun (rats, insects: extermination)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Organic farmers use natural pest control.

αγορανομικός έλεγχος

noun (limits set on prices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The first thing the new dictator did was to establish price control on basic goods.

έλεγχος ποιότητας

(system for maintaining quality)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τηλεχειριστήριο

noun (device: for TV, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The remote control for the TV didn't work because the batteries were flat.
Το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης δεν λειτουργούσε επειδή είχαν τελειώσει οι μπαταρίες.

αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχου

noun (model aircraft)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tony built a remote-control plane from a kit.

έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων

noun (restrictions on rent charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Because of rent control regulations, my landlord could only raise my rent $50 last year.

αυτοέλεγχος

noun (restraint, discipline)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Please try to exercise a little bit of self-control today; this is a very important meeting.

έλεγχος βρασμού

noun (feature which prevents [sth] boiling over)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποκλειστικός έλεγχος

noun (monopoly)

βγαίνω εκτός ελέγχου

expression (become uncontrollable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben's spending began to spiral out of control and he soon got into serious debt.

ετατισμός, κρατισμός

noun (government ownership)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίρνω τον έλεγχο

verbal expression (take charge or command of) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cops had a rough time taking control of the situation once the riot broke out.

θερμοστάτης

noun (thermostat: device that regulates heat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's way too hot in here - the temperature control must be faulty.

ρύθμιση της κυκλοφορίας

noun (management of road use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπό έλεγχο

adverb (being managed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Don't worry, I've got everything under control here at the office.

υπό τον έλεγχο

adverb (in your charge or command)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Well, I'm going out for the evening, the kids are under your control!

διακόπτης που ρυθμίζει την ένταση του ήχου

noun (switch used to adjust level of sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The volume control on my MP3 player's not working properly.

δίαιτα

noun (dieting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Weight control is a multi-million pound industry these days.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του controlling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του controlling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.