Τι σημαίνει το convencida στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης convencida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convencida στο ισπανικά.
Η λέξη convencida στο ισπανικά σημαίνει το τρώω, το χάβω, πείθω, πείθω, μεταπείθω, πείθω, πείθω, καλοπιάνω, κάνω, πείθω, πείθω, πείθω, πείθω, αύξηση αξίας πελάτη, αποτρέπω κπ από κτ, πείθω με γλυκόλογα, καλοπιάνω, πείθω κπ για κτ, ρίχνω, τουμπάρω, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ, πείθω κπ για κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, πείθω, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, πείθω, αποτρέπω κπ από κτ, πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, μεταπείθομαι, έχω τις αμφιβολίες μου για κπ, πείθω, πείθω κπ για κτ, πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ, πείθω, προσπαθώ να πείσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης convencida
το τρώω, το χάβωverbo pronominal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es difícil lograr convencer a la gente de la idea. |
πείθω(κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice convenció a Emily de que estaba diciendo la verdad. Η Άλις έπεισε την Έμιλυ πως έλεγε την αλήθεια. |
πείθω, μεταπείθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sé que tu opinión es muy firme, pero a mí nunca me convencerás. Ξέρω πως το πιστεύεις ακράδαντα, αλλά δε θα με μεταπείσεις ποτέ. |
πείθωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella no quería saber nada de ello al principio, pero su delicada forma de hablar finalmente la convenció (or: persuadió). |
πείθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert no quería ir a la fiesta, pero Alex logró persuadirlo. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να πάει στο πάρτι, αλλά η Άλεξ κατάφερε να τον πείσει. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Truman sintió que Churchill lo estaba halagando para convencerlo de invertir en su negocio. |
κάνω(μεταφορικά: πείθω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su discurso nos persuadió y aceptamos su punto de vista. |
πείθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ministro se trabajó a la congregación, hasta hacerles llegar a un estado eufórico. |
πείθω(κάποιον (για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente, convenció a sus clientes de las ventajas de su producto. Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του. |
πείθωlocución verbal (κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jurado seguía escéptico, pero la evidencia los convenció de la inocencia del acusado. Leer el manifiesto me convenció de que quería votar a este partido. Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω. |
πείθωlocución verbal (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una carta de su madre lo convenció de regresar después de años en el extranjero. Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό. |
αύξηση αξίας πελάτηlocución verbal (μάρκετινγκ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποτρέπω κπ από κτ
|
πείθω με γλυκόλογα(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cada vez que mi hija intenta endulzarme el oído, sé que está tramando algo. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es terco, pero intenta convencerlo. Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις. |
πείθω κπ για κτ
|
ρίχνω, τουμπάρω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedes convencerme con halagos, ¡no te daré una bicicleta para Navidad y punto final! Δεν μπορείς να με τουμπάρεις (or: να με καταφέρεις) με κολακείες. Δεν θα πάρεις ποδήλατο για τα Χριστούγεννα κι αυτή είναι η τελική μου απόφαση. |
πείθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No tenía ganas de salir pero mis amigos me convencieron. |
πείθω κπ να κάνει κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella lo convenció para ir al cine esa noche. Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ. |
καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me convencieron de que saliera con ellos el fin de semana. Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο. |
πείθω κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Poco a poco vamos a convencerte de nuestra causa política. Σιγά σιγά θα σε πείσουμε για τον πολιτικό αγώνα μας. |
αποτρέπω κπ από το να κάνει κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy tratando de disuadirla de dejar la escuela a los 16 años. |
πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ron engatusó a sus padres para que le permitieran tomar prestado su auto. |
αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω(κπ από το να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane hizo todo lo que pudo para disuadir a su amigo de beber demasiado. Η Τζέιν έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει τη φίλη της απ' το να πιει πολύ. |
πείθω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy convenció a Paula de que le pidiera un aumento al jefe. Η Γουέντυ έπεισε την Πώλα να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό. |
πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. |
πείθωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike no quiere venir con nosotros, pero estoy tratando de convencerle. Mi marido no dejará que mi hija use barniz de uñas, pero estoy tratando de convencerle. Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω. |
αποτρέπω κπ από κτ(psicológicamente) (με ψυχολογικά μέσα) |
πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por más que lo intenté, fue imposible convencer a mi gato de entrar en su caja. Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατον να πείσω τη γάτα μου να μπει στο κλουβάκι. |
επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Convenció al jurado de que considerara su inocencia, pero igualmente lo declararon culpable. Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως. |
πείθω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jessica intentó convencer a su hija de que se comiera las gachas de avena. Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη. |
μεταπείθομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esteban finalmente se dejó convencer por mi opinión. Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου. |
έχω τις αμφιβολίες μου για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conocí al nuevo novio de Carla y tengo dudas sobre él. |
πείθωlocución verbal (κάποιον για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El acusado convenció al jurado de su inocencia. Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του. |
πείθω κπ για κτ
Mark convenció a Olivia de la verdad de su argumento. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Κώστας έπεισε τον διευθυντή του για την αναγκαιότητα αυτού του πρότζεκτ. |
πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ
Luke persuadió a Sheila de las bondades de salir a correr cada mañana. Ο Λουκ προσηλύτισε τη Σίλα στην αξία του καθημερινού τζόγκινγκ. |
πείθω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Max convenció a su amigo de que lo llevara al aeropuerto. |
προσπαθώ να πείσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El padre severo se negó a dejar que su hija fuera al baile, aunque intentaron convencerlo continuamente. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convencida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του convencida
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.