Τι σημαίνει το hueco στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hueco στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hueco στο ισπανικά.

Η λέξη hueco στο ισπανικά σημαίνει φρεάτιο, τρύπα, τρύπα, φρεάτιο εξαερισμού, τρύπα, κούφιος, κενός, κενό, μικρό μαγαζάκι, κόχη, κόγχη, εσοχή, κοιλότητα, κενό, κουφάλα, χώρος, γωνία, κόχη, σχισμή, κόγχη, εσοχή, χωρίς νόημα, θέση, θέση, μέρος, φρεάτιο, θέση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, το να είμαι κενός, το να είμαι κούφιος, στριμώχνω, πνιχτά, προσοχή στο κενό, κλιμακοστάσιο, είδος μάφιν που εσωτερικά είναι κενό, φρεάτιο ανελκυστήρα, υπόκωφος ήχος, βρίσκω χρόνο για κπ/κτ, κάνω λίγο χώρο, κάνω χώρο, ανοίγω χώρο, βρίσκω τον ρόλο μου, βάζω, δημιουργώ μια ευκαιρία, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω, στριμώχνω, βρίσκω χρόνο για κπ/κτ, ανοίγω, απελευθερώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hueco

φρεάτιο

nombre masculino (ascensor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El grupo estaba desesperado por salir, así que, al ver que no venía el ascensor, abrieron las puertas y miraron por el hueco por si había alguna escalera.
Η ομάδα ήταν απελπισμένη και ήθελε να δραπετεύσει και έτσι όταν δεν ήρθε το ασανσέρ, άνοιξαν τις πόρτες και κοίταξαν μέσα στο φρεάτιο για να δουν αν υπήρχε σκάλα.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un pájaro vivía en un hueco en el árbol.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miraron la obra por un agujero en el muro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ανοίξτε την οπή με διατρητικό μηχάνημα.

φρεάτιο εξαερισμού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El héroe escapó de la habitación cerrada por un agujero en el techo.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un agujero en la escayola que hay que rellenar.

κούφιος, κενός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las hormigas habían hecho una colonia en el tronco hueco.
Τα μυρμήγκια είχαν φτιάξει μια αποικία μέσα στο κούφιο κούτσουρο.

κενό

(abertura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Podías ver a través del hueco en el seto.
Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη.

μικρό μαγαζάκι

nombre masculino (CR, figurado)

¿Ese barcillo? ¡Es un hueco! Ahí yo no entro.

κόχη, κόγχη, εσοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tienen una estatua de Jesús en un hueco en la pared.
Έχουν ένα άγαλμα του Ιησού σε μια εσοχή του τοίχου.

κοιλότητα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La ardilla se perdió de vista cuando se metió en un hueco.
Ο σκίουρος κρύφτηκε σε ένα βαθούλωμα.

κενό

(horario)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El director tiene un hueco entre las 15:00 y las 16:00, ¿te viene bien?

κουφάλα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος

nombre masculino (άδεια περιοχή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Encontré un hueco en la encimera para cortar las zanahorias.
Βρήκα χώρο πάνω στον πάγκο για να κόψω τα καρότα.

γωνία, κόχη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχισμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El terremoto creó una grieta profunda en la roca.

κόγχη, εσοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay tres recovecos profundos en la pared.
Υπάρχουν τρεις βαθιές κόγχες (or: εσοχές) στον τοίχο.

χωρίς νόημα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si el premio era más trabajo, era una victoria vacía.
Με περισσότερη δουλειά ως μοναδικό έπαθλο έμοιαζε με ανούσια νίκη.

θέση

(παρκάρισμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Para! Hay un sitio para aparcar en la derecha.
Σταμάτα! Έχει χώρο να παρκάρεις στα δεξιά.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre hay un sitio para ti en esta casa.
Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι.

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se hizo un sitio en la arena y se sentó a tomar el sol.

φρεάτιο

(escalera, ascensor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Han construido la caja en el medio del edificio, sirve para las escaleras y para un ascensor.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedes apuntarte a esta clase porque no hay plazas libres.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(informática)

το να είμαι κενός, το να είμαι κούφιος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στριμώχνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pude meter unas horas más de trabajo antes de marcharme.
Μπόρεσα και στρίμωξα μερικές ακόμα ώρες δουλειά πριν φύγω. Το στομάχι του Μάρτιν ήταν γεμάτο, αλλά μπόρεσε να στριμώξει ακόμη ένα μπισκότο.

πνιχτά

(acción: resonar) (για ήχο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσοχή στο κενό

(literal)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κλιμακοστάσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En nuestro edificio puedes mirar desde la caja de la escalera hacia arriba.
Στο κτίριό μας μπορείς να δεις μέσα από το κλιμακοστάσιο ως την οροφή.

είδος μάφιν που εσωτερικά είναι κενό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φρεάτιο ανελκυστήρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόκωφος ήχος

nombre masculino

Golpeó el panel y se escuchó un sonido hueco, el compartimento secreto seguramente estaba allí.

βρίσκω χρόνο για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tengo la agenda llena, pero puedo sacar tiempo para ti.

κάνω λίγο χώρο

locución verbal (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si solo pudieras hacer un hueco en tu escritorio, pondría el ordenador allí.

κάνω χώρο, ανοίγω χώρο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tendremos que hacer hueco en tu cuarto para tu hermanito.

βρίσκω τον ρόλο μου

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω

locución verbal (familiar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te puedo hacer un hueco esta tarde entre las otras citas.

δημιουργώ μια ευκαιρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω χρόνο για κτ

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mucha gente se queja de que no puede hacer un hueco para leer.

βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Provisionalmente, puedo hacerle un hueco el próximo martes a la 1:30.

στριμώχνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dentista tenía mucho trabajo pero consiguió hacerme un hueco.
Ο οδοντίατρος ήταν απασχολημένος αλλά κατάφερε να με στριμώξει.

βρίσκω χρόνο για κπ/κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy bastante ocupada, pero creo que puedo hacer hueco para ir al cine esta noche.
Είμαι αρκετά απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα βρω χρόνο για μια ταινία απόψε.

ανοίγω, απελευθερώνω

(δεν υπήρχε διαθεσιμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate hizo lugar en su agenda para poder visitar a su madre en el hospital.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hueco στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.