Τι σημαίνει το corredor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corredor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corredor στο πορτογαλικά.

Η λέξη corredor στο πορτογαλικά σημαίνει διάδρομος, δρομέας, διάδρομος, άξονας, ράνερ, διάδρομος, διάδρομος, οδηγός, sprinter, σπρίντερ, που τρέχει πολύ, αμμοδρόμος, σκυταλοδρόμος, διάδρομος, δρομέας, αγώνων, διάδρομος, διάδρομος, χλοοτάπητας μεταξύ αφετηρίας και στόχου στο γκόλφ, κλίτος, χωλ, χολ, δρομέας μιλιού, αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες με έλκυθρο που σέρνουν σκυλιά, θέση δίπλα στον διάδρομο, πτέρυγα μελλοθανάτων, οδηγός ράλι, οδηγός αγώνων ταχύτητας, κλειστή υπερυψωμένη πεζογέφυρα που ενώνει δύο κτίρια, δρομέας ανωμάλου δρόμου, βιαστικός, υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corredor

διάδρομος

substantivo masculino (passagem entre ambientes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
As crianças correm pelo corredor da escola, batendo nas portas.
Τα παιδιά έτρεχαν στον διάδρομο του σχολείου χτυπώντας τις πόρτες.

δρομέας

substantivo masculino (atleta)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Apenas os melhores corredores do mundo estarão competindo amanhã.
Μόνο οι καλύτεροι δρομείς του κόσμου θα αγωνιστούν αύριο.

διάδρομος, άξονας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O estado está desenvolvendo um corredor viário entre as duas cidades.
Η πολιτεία κατασκευάζει έναν διάδρομο μεταφοράς μεταξύ των δυο πόλεων.

ράνερ

(beisebol: jogador na base)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O White Sox tem corredores em primeiro e segundo.

διάδρομος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάδρομος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Juan tropeçou em um livro que outro passageiro tinha derrubado no corredor.
Ο Χουάν σκόνταψε σε ένα βιβλίο που ένας άλλος επιβάτης είχε αφήσει στον διάδρομο.

οδηγός

substantivo masculino (de carro) (σε αγώνες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

sprinter, σπρίντερ

substantivo masculino (atleta) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που τρέχει πολύ

substantivo masculino (que dirige a grande velocidade) (οδηγός αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμμοδρόμος

substantivo masculino (pássaro) (είδος πουλιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκυταλοδρόμος

(alguém que assume a posição em uma corrida de revezamento)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάδρομος

substantivo masculino (interno)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δρομέας

substantivo masculino (atleta)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αγώνων

adjetivo (de corridas) (οδηγός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Οι οδηγοί αγώνων πρέπει να είναι σε εξαίρετη φυσική κατάσταση.

διάδρομος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para achar o banheiro das meninas, siga o corredor e vire à esquerda.
Για να βρεις τις γυναικείες τουαλέτες προχώρα στον διάδρομο και στρίψε αριστερά.

διάδρομος

substantivo masculino (arquitetura; passeio, galeria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χλοοτάπητας μεταξύ αφετηρίας και στόχου στο γκόλφ

(parte lisa num campo de golfe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλίτος

(igreja) (εκκλησία: επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A menina das flores atravessou o corredor antes que a noiva aparecesse.
Το παρανυφάκι προχώρησε στον διάδρομο πριν εμφανιστεί η νύφη.

χωλ, χολ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jane deixou sua vizinha entrar no saguão para conversar, mas não a convidou a entrar.
Η Τζέιν άφησε την γειτόνισσά της να μπει στο χολ για να τα πουν, αλλά δεν την κάλεσε να περάσει μέσα.

δρομέας μιλιού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες με έλκυθρο που σέρνουν σκυλιά

(esporte: puxado por cães)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θέση δίπλα στον διάδρομο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτέρυγα μελλοθανάτων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδηγός ράλι, οδηγός αγώνων ταχύτητας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κλειστή υπερυψωμένη πεζογέφυρα που ενώνει δύο κτίρια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δρομέας ανωμάλου δρόμου

substantivo masculino (atleta de cross-country)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βιαστικός

(que dirige em alta velocidade) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μας προσπέρασε ένας βιαστικός στην εθνική οδό, που πρέπει να έτρεχε με 200.

υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corredor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.