Τι σημαίνει το coupée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης coupée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coupée στο Γαλλικά.
Η λέξη coupée στο Γαλλικά σημαίνει κόβω, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, κόβω, σβήνω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, κόβω, αραιώνω, κάνω slice, χτυπάω με ανάποδο φάλτσο, κόβω κτ σε φέτες, εξασθενίζω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κουρεύω, κόβω μια φέτα από κτ, κόβω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κόβω, πετσοκόβω, σβήνω, κλείνω, κόβω, κόβω, κόβω, καταπνίγω, κόβω, κόβω, -, πέφτω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, παύω να λειτουργώ, κόβω, χαράσσω, κόβω, συντομεύω, κουρεύω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, χάνω τη σύνδεση με κπ, διακόπτω, κόβω στη μέση, κόβω, κόβω κομματάκια, κόβω, διασχίζω, διακόπτω, κόβω, εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ, κόβω, νοθεύω, κλείνω, σβήνω, κόβω δέντρο, σκίζω, σχίζω, κλαδεύω, δίνω σχήμα, δίνω μορφή, μειώνω, περικόπτω, κόβω, πελεκώ, λαξεύω, αραιώνω κτ με κτ, κερδίζω, κόβομαι, κόβομαι, σκίζω, κόβω, χώνομαι στην ουρά, απομονώνω, διαγράφω, αφαιρώ, φέρνω κτ σε ορθή γωνία, διακόπτω, κόβω, τρίβω, κόβω σε κομματάκια, συναρπαστικά, που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, δεν βάζω και στοίχημα, ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξη, βαριά προφορά, το καλύτερο, κάνω αποκοπή κι επικόλληση, χωρίζω στα δύο, κουρεύομαι, τούβλο, παίρνω προβάδισμα, προλαβαίνω κπ, διυλίζω τον κώνωπα, κόβω την ανάσα, παρεμβαίνω, ψειρίζω, κόβω, πετάγομαι, σπάω, σπάζω, κόβω, περικόπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης coupée
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a coupé la ficelle et a ouvert le paquet. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβωverbe transitif (Cinéma, TV : une scène) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le réalisateur a coupé la scène de la version finale du film. Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας. |
κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτverbe transitif Elle a coupé la viande de sa fille en petits morceaux. Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie a coupé le gâteau. Η Μάγκι έκοψε την τούρτα. |
κόβωverbe transitif (les cheveux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mes cheveux sont trop longs, je vais les faire couper bientôt. Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω). |
σβήνωverbe transitif (éteindre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) xx |
κόβωverbe transitif (temps, texte : réduire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On va couper quelques longueurs de ce discours. Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος. |
κόβω(couteau,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que ce couteau coupe bien ? |
κόβωverbe intransitif (couteau,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce couteau coupe bien. |
κόβωverbe intransitif (Cartes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais mélanger les cartes et Henri coupera. |
κόβωverbe transitif (des fleurs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a coupé quelques fleurs pour son amie. |
κόβωverbe transitif (arrêter) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Coupe la musique, on a besoin de discuter un peu. Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι. |
διασταυρώνομαιverbe transitif (Géométrie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ligne de chemin de fer coupe l'autoroute à la sortie de la ville. |
κόβωverbe transitif (Cartes : le paquet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu veux couper le paquet ou est-ce que je distribue maintenant ? |
αραιώνωverbe transitif (diluer : un liquide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certains barmen coupent la vodka avec de l'eau. |
κάνω slice(Tennis, Golf, anglicisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω με ανάποδο φάλτσο(Golf, anglicisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le golfeur a slicé la balle. |
κόβω κτ σε φέτες(pain, jambon,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le boucher a coupé le jambon en tranches. Ο κρεοπώλης έκοψε το ζαμπόν σε φέτες. |
εξασθενίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pamplemousse dilue les effets de nombreux médicaments. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbe transitif (du bois) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charles coupait du bois en préparation de l'hiver. Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα. |
κόβω(με μπαλτά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boucher coupait la viande à l'arrière tandis que sa femme était au comptoir. Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά. |
κόβω, κουρεύω(les cheveux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le coiffeur a coupé les cheveux de John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
κόβω μια φέτα από κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai coupé des tranches de saucisson. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'électricien a coupé le bout du fil. |
αποσυνδέω, διακόπτω παροχήverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Coupez l'électricité à la source avant de partir en vacances. |
κόβω, πετσοκόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant de cuire les brocolis, je coupe les tiges. Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια. |
σβήνω, κλείνωverbe transitif (συσκευές, Η/Υ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le logiciel audio a coupé le début de l'enregistrement. |
κόβωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alors qu'on était sur internet, on a été coupés. Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση. |
καταπνίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω(avec des ciseaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beaucoup de gens estiment que couper les oreilles de leur chien n'est pas nécessaire. Πολλοί δεν θέλουν να κόβουν τα αυτιά των σκύλων τους. |
-verbe transitif (boisson) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La bière semble avoir été coupée à l'eau. Η μπύρα έχει χάσει τη γεύση της. |
πέφτωverbe intransitif (électricité) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανοίγω δρόμο μέσα από κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura a coupé les broussailles pour créer un sentier. |
παύω να λειτουργώverbe transitif (communications) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La communication a été coupée, il a dû rappeler. |
κόβω, χαράσσωverbe transitif (κόψιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a dit que tu devrais couper l'écorce de la plante pour qu'elle fleurisse plus vite. Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ouvrier coupait la barre de fer. |
συντομεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est une bonne dissertation, mais elle est trop longue ; pourrais-tu la couper un peu ? |
κουρεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a coupé la queue du chien. |
κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγουverbe transitif (la queue d'un cheval) (για να στέκεται πιο ψηλά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dan a coupé la queue du cheval. |
χάνω τη σύνδεση με κπverbe transitif (communication, service) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John a continué de parler à Paul plusieurs minutes avant de réaliser qu'ils avaient été coupés. |
διακόπτωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a coupé tous les liens avec sa famille. |
κόβω στη μέσηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa jambe était tellement infectée que les médecins ont été obligés de la lui couper. Το πόδι του είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη που οι γιατροί έπρεπε να το κόψουν. |
κόβω κομματάκια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que tu découpes le poulet en plus petits morceaux si tu veux que tout le monde en ait. Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διασχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autoroute coupe le village. |
διακόπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Francesca m'a coupé (or: interrompu) alors que j'étais en train de parler. Η Φραντσέσκα με διέκοψε, ενώ μιλούσα. |
κόβωverbe transitif (la queue d'un cheval, chien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aujourd'hui, il n'est plus conseillé de couper (or: d'écourter) la queue des chiens. |
εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ(Chirurgie) (κόβω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chirurgien excisa la tumeur sous anesthésie locale. |
κόβω(από κτ ή με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κόψε εκείνο το κλαδί από το δέντρο. Κόψε εκείνον το κλαδί του δέντρου. |
νοθεύω(un liquide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a appris que le marchand frelatait son vin. |
κλείνω, σβήνω(la lumière, la télévision,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant d'aller me coucher, j'éteins la télé. Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση. |
κόβω δέντρο(un arbre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les pionniers abattaient des arbres pour construire leurs maisons. Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους. |
σκίζω, σχίζω(un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα. |
κλαδεύω(courant : un arbre, une haie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melanie a taillé la haie pour qu'elle soit plus nette. Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος. |
δίνω σχήμα, δίνω μορφή(terre, argile, pâte,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a modelé l'argile pour créer un pot. Έπλασε τον πηλό ώστε να σχηματίσει ένα ανθοδοχείο. |
μειώνω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce service devra réduire son budget l'année prochaine. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πελεκώ, λαξεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le charpentier coupa (or: tailla) le morceau de bois avec grande industrie. |
αραιώνω κτ με κτ
|
κερδίζω(Cartes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon huit a pris son valet. Το οχτάρι μου κέρδισε τον βαλέ του. |
κόβομαιverbe pronominal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le courant s'est coupé tout à coup et nous avons été plongés dans le noir. Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι. |
κόβομαιverbe pronominal (nourriture,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce fromage se coupe sans faire de miettes. Το μαλακό τυρί κόβεται εύκολα και δεν θρυμματίζεται. |
σκίζω, κόβω(με ευκολία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ned a coupé l'emballage sans effort. |
χώνομαι στην ουρά(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je déteste les gens qui essaient de resquiller, quel manque de savoir-vivre ! |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω, αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suite aux conseils de son avocat, l'éditeur a supprimé un certain nombre de passages dans le texte. |
φέρνω κτ σε ορθή γωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais partager la pizza en quatre. Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια. |
τρίβω(du fromage, des carottes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Râpez les carottes et mettez-les dans un bol avec la vinaigrette. Τρίψε τα καρότα και βάλτα μέσα σε ένα μπωλ με το ντρέσινγκ. |
κόβω σε κομματάκια(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναρπαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσαlocution adjectivale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vue depuis le sommet du Sydney Harbor Bridge est à couper le souffle. Η θέα από την κορυφή της Γέφυρας του Λιμανιού του Σύνδεϋ είναι συγκλονιστική. |
δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει(figuré, familier) (μυαλό, άτομο) |
δεν βάζω και στοίχημα(un peu familier) |
ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξηnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'ai une bouteille de vodka, mais pas d'eau gazeuse. |
βαριά προφοράnom masculin (fig, fam) Elle aura du mal à ne pas trahir ses origines avec cet accent à couper au couteau ! |
το καλύτερο(Can) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάνω αποκοπή κι επικόλληση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour faire un couper-coller du texte, sélectionnez d'abord le texte que vous souhaitez déplacer. |
χωρίζω στα δύο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'en ai qu'un mais on va le couper en deux et le partager. Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε. |
κουρεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'était le mariage de son frère alors il a décidé de se faire couper les cheveux pour l'occasion. |
τούβλο(familier) (μεταφορικά, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le nouvel employé n'a pas inventé la poudre. Ο νέος υπάλληλος είναι τούβλο. |
παίρνω προβάδισμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προλαβαίνω κπlocution verbale (figuré, familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'allais donner la réponse mais elle m'a coupé l'herbe sous le pied. Ήμουν έτοιμος να δώσω την απάντηση αλλά με πρόλαβε. |
διυλίζω τον κώνωπα(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόβω την ανάσαlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρεμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψειρίζω(figuré) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon patron perd son temps à chercher la petite bête au lieu de s'occuper de problèmes importants. |
κόβω(συνήθως για να ανοίξω δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne sais pas pourquoi il a acheté cette machette, il n'y a pas de jungle à travers laquelle couper en Belgique. Δεν έχω ιδέα γιατί αγόρασε εκείνη τη μασέτα. Δεν υπάρχει ζούγκλα στο Βέλγιο για να πρέπει να κόψεις για να ανοίξεις δρόμο. |
πετάγομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Arrête d'interrompre les autres. Ton tour viendra pour parler. Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις. |
σπάω, σπάζω(un légume, un groupe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Coupez l'aubergine en deux, puis mettez-la de côté. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο. |
κόβωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom s'est coupé le pouce avec son nouveau couteau de chasse. |
περικόπτω(un séjour, une visite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons écourté nos vacances quand la météo a changé. Συντομεύσαμε τις διακοπές μας όταν άλλαξε ο καιρός. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coupée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του coupée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.