Τι σημαίνει το cutucar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cutucar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cutucar στο πορτογαλικά.

Η λέξη cutucar στο πορτογαλικά σημαίνει σκουντάω, σκουντώ, τσιγκλάω, σκούντημα, σκουντάω, σκουντώ, σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο, παροτρύνω κπ να κάνει κτ, παρακινώ κπ να κάνει κτ, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, σκουντάω, σκουντώ, σκούντημα, σκουντάω κπ με κτ, χτυπάω κπ σε κτ, σκουντάω, σκουντώ, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ, σκουντάω, σκουντώ, χαϊδεύω, χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά, τρίβω κτ στη μούρη κπ, σκουντάω, σκουντώ, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, σκουντάω, σκουντώ, μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ, σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου, δεν ταράζω τα νερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cutucar

σκουντάω, σκουντώ

(BRA, pequeno empurrão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estela cutucou Jairo para acordá-lo pois haviam chegado ao ponto de ônibus.
Η Στέισι σκούντησε τον Τζέικ για να ξυπνήσει καθώς έφταναν στη στάση του λεωφορείου.

τσιγκλάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos do Miguel tiveram que empurrá-lo algumas vezes para conseguir que ele se candidatasse a um novo emprego.
Οι φίλοι του Μάικ έπρεπε να τον τσιγκλήσουν μερικές φορές για να τον ωθήσουν να κάνει αίτηση για καινούρια δουλειά.

σκούντημα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουντάω, σκουντώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlotte cutucou Adam para chamar sua atenção.
Η Σάρλοτ σκούντησε τον Άνταμ για να την προσέξει.

σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παροτρύνω κπ να κάνει κτ, παρακινώ κπ να κάνει κτ

(BRA, figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben cutucou o bolo para saber se estava pronto.
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

σκουντάω, σκουντώ

verbo transitivo (BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o cutucou com seu guarda-chuva para acordá-lo.
Τον σκούντηξε με την ομπρέλα της για τον ξυπνήσει.

σκούντημα

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουντάω κπ με κτ

χτυπάω κπ σε κτ

(BRA)

Não cutuque ninguém no olho com esse espeto.
Μη χτυπήσεις κανέναν στο μάτι με αυτό το ξύλο.

σκουντάω, σκουντώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry cutucou Gary no Facebook.
Ο Χένρυ έκανε poke στον Γκάρυ στο Facebook.

σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(BRA) (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ

verbo transitivo (BRA)

Oliver cutucou Adrian no ombro para enfatizar seu ponto.

σκουντάω, σκουντώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason sorriu e cutucou minha costela como se dissesse que sabia o que eu havia feito.

χαϊδεύω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω ελαφρά, χτυπώ ελαφρά

(BRA)

τρίβω κτ στη μούρη κπ

verbo transitivo (figurado, relembrar) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκουντάω, σκουντώ

(ήπια με τον αγκώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen notou que Jon estava caindo no sono durante a palestra, por isso o acotovelou.
Η Κάρεν κατάλαβε ότι ο Τζον κόντευε να αποκοιμηθεί στη διάλεξη και έτσι τον σκούντηξε.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry foi até Catherine e bateu no ombro dela.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

σκουντάω, σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει.

μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ

σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ταράζω τα νερά

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cutucar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.