Τι σημαίνει το derrubar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης derrubar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του derrubar στο πορτογαλικά.

Η λέξη derrubar στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω τάκλιν σε κπ, ρίχνω, σπάω κτ για να μπω, ρίχνω κάτω, καταστρέφω, διαλύω, καταρρίπτω αεροσκάφος, σπρώχνω, ανατρέπω, ανατρέπω, αποκαθηλώνω, ρίχνω κπ κάτω, ρίχνω, κατεβάζω, ρίχνω, ρίχνω, γκρεμίζω, ρίχνω, ρίχνω, ακυρώνω, κόβω, ανατρέπω, γκρεμίζω, γκρεμίζω, ρίχνω, ρίχνω κάτω, νικάω, νικώ, κερδίζω, νικάω, ισοπεδώνω, αναποδογυρίζω, ανατρέπω, ρίχνω, κόβω, κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, κατεδαφίζω, καταστρέφω, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, παραγκωνίζω, υλοτομώ, σκάβω με μπουλντόζα, καταψηφίζω, κατεδαφίζω, κατεδαφίζω, συντρίβω, μου πέφτει, σκοτώνω, πελεκώ, λαξεύω, πετάω, ρίχνω, καταρρίπτω, κατεβάζω κπ από το καλάμι του, ρίχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης derrubar

κάνω τάκλιν σε κπ

verbo transitivo (esporte: derrubar o adversário para impedir que avance com a bola)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jogador de rúgbi derrubou um membro da equipe oponente, levando-o ao chão.
Ο παίκτης του ράγκμπι έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας ρίχνοντάς τον στο έδαφος.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vento derrubou nosso balanço e guarda-sol.
Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο.

σπάω κτ για να μπω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αφού δεν έβρισκα το κλειδί της αποθήκης, αναγκάστηκα να σπάσω την πόρτα για να μπω.

ρίχνω κάτω

verbo transitivo (jogar ao chão)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταστρέφω, διαλύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταρρίπτω αεροσκάφος

(atirar e derrubar: aeronave) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπρώχνω

(empurrar ao chão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατρέπω

verbo transitivo (derrubar: governo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι επαναστάτες ανέτρεψαν την κυβέρνηση το 2011.

ανατρέπω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαθηλώνω

(afastar de uma posição de autoridade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω κπ κάτω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo (abaixar os preços)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ninguém estava comprando coisa alguma, por isso eles decidiram derrubar os preços.
Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu fiquei louco com a garotinha por derrubar minha estátua.

ρίχνω, γκρεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As vacas derrubaram a cerca para chegar ao gramado.
Οι αγελάδες έριξαν τον φράκτη για να φτάσουν στο χορτάρι.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um vento forte derrubou diversos vasos de plantas.
Ένας δυνατός άνεμος αναποδογύρισε αρκετές γλάστρες.

ακυρώνω

verbo transitivo (figurado, invalidar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbo transitivo (árvore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É uma pena que eles derrubem aquela velha árvore.
Είναι κρίμα που έκοψαν εκείνο το παλιό δέντρο.

ανατρέπω, γκρεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O objetivo do boliche é derrubar o máximo de pinos possível.
Στόχος του μπόουλινγκ είναι να ρίξεις κάτω όσο το δυνατόν περισσότερες κορίνες.

γκρεμίζω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia derrubou a porta quando invadiu a casa.
Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι.

ρίχνω κάτω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jogador de futebol derrubou seu adversário quando ele corria em direção à bola.
Ο ποδοσφαιριστής έριξε κάτω τον αντίπαλό του ενώ πήγαινε να κλέψει την μπάλα.

νικάω, νικώ

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στον τελικό αγώνα η Βραζιλία νίκησε τον Καναδά 15-2.

κερδίζω, νικάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquele lutador poderia derrubar qualquer um em trinta segundos.

ισοπεδώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conforme eu descia o declive, outro esquiador me atingiu pelas costas e me derrubou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο σκιέρ ισοπεδώθηκε όταν χτυπήθηκε από έναν άλλον σκιέρ.

αναποδογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele derrubou a jarra de água e molhou o tapete.

ανατρέπω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

(árvores) (υλοτομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo precisa demolir várias casas para construir a rodovia.
Η κυβέρνηση πρέπει να κατεδαφίσει αρκετά σπίτια για να φτιάξει τον αυτοκινητόδρομο.

κατεδαφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários mordazes dele arrasaram a autoestima frágil dela.
Τα καυστικά του σχόλια ρήμαξαν την ευαίσθητη αυτοπεποίθησή της.

απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα

(com golpe forte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O homem arrancou um pedaço da rocha com uma marreta.

παραγκωνίζω

verbo transitivo (substituir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υλοτομώ

verbo transitivo (corte de árvores)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os lenhadores cortaram vários pinheiros grandes.
Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα.

σκάβω με μπουλντόζα

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταψηφίζω

(proposta: derrubar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεδαφίζω

verbo transitivo (literal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O antigo prédio comercial foi demolido para abrir espaço para um novo shopping.
Το παλιό κτίριο γραφείων κατεδαφίστηκε ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ένα νέο εμπορικό κέντρο.

κατεδαφίζω, συντρίβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου πέφτει

(κατά λάθος)

Ele deixou cair as chaves na calçada.
Του έπεσαν τα κλειδιά στο πεζοδρόμιο.

σκοτώνω

(matar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aonde você atirou naquele veado?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

πελεκώ, λαξεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela derrubou os itens de sua bolsa no chão e procurou as chaves.

καταρρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles derrubaram um helicóptero com apenas um rifle.

κατεβάζω κπ από το καλάμι του

expressão (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του derrubar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.