Τι σημαίνει το desaparecido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desaparecido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desaparecido στο ισπανικά.

Η λέξη desaparecido στο ισπανικά σημαίνει εξαφανίζομαι, εξαφανίζομαι, φεύγω, εξαφανίζομαι, χάνομαι, χάνομαι, ξεθωριάζω, σβήνω, λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαφανίζομαι, εξαφανίζομαι, πάω στα τσακίδια, χάνομαι, χάνομαι, χάθηκα, χάνομαι, αφανίζομαι, εξαφανίζομαι, υποχωρώ, εξαφανίζομαι, έφυγε, εξαφανίζομαι, εξαφανίζομαι, χάνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαϋλώνομαι, κάνω πίσω, σβήνω, πεθαίνω, χάνομαι, εξαφανίζω, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, εξαφανισμένος, αγνοούμενος, αγνοούμενος, που έχει εξαφανιστεί, εξαφανίζω, χάνομαι σε, εξαφανίζομαι, εξαφανίζω κτ διά μαγείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desaparecido

εξαφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαφανίζομαι

verbo intransitivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαφανίζομαι, χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con un movimiento de su capa, el mago desapareció por completo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για μια στιγμή μόνο κοίταξα αλλού και η τσάντα μου έγινε άφαντη!

χάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A medida que empieza a morirse una generación, sus ideas y tradiciones desaparecen con ella.

ξεθωριάζω, σβήνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desde acá, parece que la montaña desaparece en la distancia.
Από εδώ τα βουνά φαίνονται να ξεθωριάζουν στην απόσταση. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ντίσκο, τόσο περισσότερο έσβηνε η μουσική.

λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los efectos de la aspirina empezarán a desaparecer en una hora.
Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jenny desaparece cada vez que se menciona ayudar con las tareas de la casa.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los cazadores furtivos están cazando tantos rinocerontes que podrían desaparecer por completo.
Οι λαθροκυνηγοί σκοτώνουν τόσους ρινόκερους που ενδέχεται να εξαφανιστούν (or: εκλείψουν).

πάω στα τσακίδια

(coloquial) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le dijo que desapareciera.
Του είπε να πάει στα τσακίδια.

χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro idioma y nuestras tradiciones desaparecerán a medida que nuestra gente sea asimilada por la cultura convencional.
Η γλώσσα και οι παραδόσεις μας θα φθίνουν καθώς ο λαός μας απορροφάται από την κουλτούρα του συρμού.

χάνομαι

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάθηκα

verbo intransitivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deje las llaves en la cocina y desaparecieron.
Άφησα τα κλειδιά μου στην κουζίνα και τώρα λείπουν.

χάνομαι, αφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La mujer desapareció después de salir sola de un club nocturno.
Η αγνοούμενη εξαφανίστηκε αφού έφυγε μόνη της από ένα κλαμπ.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El doctor me dijo que el sarpullido desaparecería en unas seis semanas.
Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mis llaves han desaparecido.
Τα κλειδιά μου χάθηκαν.

έφυγε

(eufemismo) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joan Turner, la viuda del desaparecido cantautor y director de teatro Víctor Jara, se reunió ayer con el Presidente de la República.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έφυγε τρεις ώρες μετά το εγκεφαλικό της.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desapareció en las sombras.

εξαφανίζομαι, χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apareció una nube de polvo y el mago desapareció.
Δημιουργήθηκε ένα σύννεφο καπνού και ο μάγος εξαφανίστηκε (or: χάθηκε).

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Día a día, su vida se desvanecía lentamente.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La mayoría de los osos polares se extinguirán para el 2050 como resultado del calentamiento global.
Οι περισσότερες πολικές αρκούδες θα εξαφανιστούν μέχρι το 2050 ως συνέπεια του φαινομένου του θερμοκηπίου.

εξαϋλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trató de separar la pelea, pero los otros dos le dijeron que se fuera.
Προσπάθησε να τους χωρίσει, ενώ μάλωναν, αλλά κι οι δυο του είπαν να κάνει πίσω.

σβήνω, πεθαίνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi amor por ti nunca morirá.
Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ.

χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Viste mi sombrero? Se me ha vuelto a perder.

εξαφανίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La junta militar hizo desaparecer a Palomo, el hijo de Vigo.
Η στρατιωτική χούντα εξαφάνισε τον γιο του Βίγκο, Πάλομο.

χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης

adjetivo (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está desaparecido desde que se enteró de que iba a ser padre.

εξαφανισμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La pareja desaparecida fue vista por última vez junto al lago.

αγνοούμενος

nombre masculino

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nadie ha visto a mi esposo en estos días y la policía lo ha catalogado como desaparecido.
Ο άντρας μου ήταν άφαντος για τρεις μέρες και η αστυνομία τον κατέγραψε ως αγνοούμενο. Αν δεις αυτόν τον αγνοούμενο σε παρακαλώ κάλεσε την αστυνομία.

αγνοούμενος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nunca se volvió a ver al soldado desaparecido.
Ο αγνοούμενος στρατιώτης δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.

που έχει εξαφανιστεί

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nieve del jardín se ha volatilizado después de esta semana de calor.

εξαφανίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sol disipó la espesa niebla.

χάνομαι σε

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me miró por unos segundos y luego desapareció entre la multitud.

εξαφανίζομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un día sus cargas emocionales desaparecieron como por arte de magia y volvió a ser ella misma.

εξαφανίζω κτ διά μαγείας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desaparecido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.