Τι σημαίνει το descarregar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης descarregar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του descarregar στο πορτογαλικά.

Η λέξη descarregar στο πορτογαλικά σημαίνει αδειάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ξεφορτώνω, απεκκρίνω, ξεμένω από μπαταρία, πέφτει η μπαταρία, ξεφορτώνω, ξεφωρτώνω, εκτονώνω, ξεσπάω, ξεφορτώνω, αδειάζω το όπλο, φορτώνω, βάλλω κατά ριπάς, μοιράζομαι τις έννοιες μου, μοιράζομαι τα προβλήματά μου, πυροδοτώ, λέω, εκτοξεύω, εκτονώνομαι, ξεφορτώνω, αδειάζω, κατεβάζω, ξαλαφρώνω, χύνω, ρίχνω, ρίχνω νερό, ρίχνω, πετάω, ξεσπάω σε κπ, ξεσπάω σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης descarregar

αδειάζω

(μεταφορικά: όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O soldado descarregou sua arma.
Ο στρατιώτης άδειασε το όπλο του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

A bateria descarregou energia elétrica.

ξεφορτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os estivadores estavam descarregando o navio.

απεκκρίνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O navio-tanque lançava milhares de galões no mar.

ξεμένω από μπαταρία

(dispositivo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτει η μπαταρία

(η συσκευή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφορτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tem alguém que possa me ajudar a descarregar a van?
Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει να ξεφορτώσω το φορτηγό;

ξεφωρτώνω

verbo transitivo (literal: carga)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνω, ξεσπάω

verbo transitivo (ira, frustração)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Às vezes, quando Linda tem um dia ruim no trabalho, ela precisa descarregar sua frustração quando chega em casa.
Μερικές φορές, όταν η Λίντα περάσει κακή μέρα στη δουλειά, πρέπει να εκτονώσει την έντασή της όταν γυρίσει στο σπίτι της.

ξεφορτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδειάζω το όπλο

(arma de fogo) (καθομιλουμένη: πάνω σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial sacou seu revólver e o descarregou no suspeito fugitivo.

φορτώνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não tente descarregar todo o seu trabalho em mim, faça você mesmo!
Μην προσπαθείς να φορτώσεις όλη σου τη δουλειά σε μένα, κάνε τη μόνη σου! Ξέρω πως είσαι δυστυχισμένη, αλλά προσπάθησε να μη φορτώνεις τα προβλήματά σου σε άλλους.

βάλλω κατά ριπάς

(arma de fogo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοιράζομαι τις έννοιες μου, μοιράζομαι τα προβλήματά μου

(figurativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O neurologista solicitou vários testes para determinar se os neurônios do paciente estavam descarregando corretamente.

λέω

(figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτοξεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνω

(κατεβάζω φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pescadores descarregaram a pesca no cais.
Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.

αδειάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os homens da remoção descarregaram a van.
Οι εργάτες ξεφόρτωσαν τα πράγματα από το φορτηγάκι.

κατεβάζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roberto baixou um filme para assistir naquela noite. Harry baixou do servidor da empresa os arquivos de que precisava.
Ο Ρόπμπερτ κατέβασε να δει μια ταινία εκείνο το βράδυ. Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ.

ξαλαφρώνω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos descarregar a balsa rapidamente antes que ela afunde!

χύνω, ρίχνω

(deixar cair para fora algo não líquido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill largou a bolsa e derramou o conteúdo no chão. // A porta do carro se abriu de repente e despejou Arthur na calçada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα.

ρίχνω νερό

(το καζανάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A privada não vai dar descarga. Teremos de ligar para um encanador.
Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό.

ρίχνω, πετάω

(για να φύγει με το καζανάκι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não dê descarga em muito papel na privada, você vai entupi-la.
Μην ρίχνεις τόσο πολύ χαρτί στην τουαλέτα, θα τη βουλώσεις!

ξεσπάω σε κπ

locução verbal

Eu só disse que ele tinha um temperamento ruim e ele descarregou a raiva em mim!

ξεσπάω σε κπ/κτ

(figurado: aliviar mau humor em alguém)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του descarregar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.