Τι σημαίνει το desconocido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desconocido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desconocido στο ισπανικά.

Η λέξη desconocido στο ισπανικά σημαίνει δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, απεκδύομαι, αποσείω, άγνωστος, άγνωστος, άγνωστος, άγνωστος, που δεν τον έχω μάθει, ανεξερεύνητος, άγνωστος, άσημος, άγνωστος, άγνωστος, άσημος, άγνωστος, ξεκάρφωτος, άσχετος, ασυνήθιστος, άγνωστος, ανεξερεύνητος, άγνωστος, άγνωστος, ξένος, άγνωστος, άγνωστος, άσημος, ξένος, που δεν έχει ανακαλυφθεί, από το πουθενά, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, αποκηρύσσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desconocido

δεν ξέρω, δεν γνωρίζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si lo que haces es bueno o malo, lo desconozco.

αποκηρύσσω, απαρνούμαι, απεκδύομαι, αποσείω

(ευθύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Negó su responsabilidad por los daños causados por su perro.

άγνωστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchos hechos de este caso son desconocidos, así que no podemos decir con certeza lo que pasó.
Πολλά από τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης είναι άγνωστα κι έτσι δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά τι έγινε.

άγνωστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un desconocido entregó la billetera a las autoridades.

άγνωστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un hombre desconocido entró en el bar y pidió una bebida.
Ένας άγνωστος άντρας μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα ποτό.

άγνωστος

(σε κπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La banda empezó a tocar una canción que me era desconocida.
Η μπάντα άρχισε να παίζει μια μελωδία που μου ήταν άγνωστη.

που δεν τον έχω μάθει

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανεξερεύνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγνωστος, άσημος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchos adolescentes sueñan con convertirse en estrellas de la música, pero la verdad es que muchos intérpretes siguen siendo desconocidos durante años y algunos nunca lo consiguen.
Πολλοί έφηβοι ονειρεύονται να γίνουν αστέρες της μουσικής, αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλοί μουσικοί παραμένουν άγνωστοι για πολλά χρόνια και μερικοί δεν τα καταφέρνουν ποτέ.

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay muchas especies de plantas desconocidas en el planeta.
Υπάρχουν πολλά άγνωστα είδη φυτών στον πλανήτη.

άγνωστος, άσημος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Escuchamos el álbum de un desconocido cantante de los 60.
Ακούσαμε τον δίσκο ενός άγνωστου τραγουδιστή από της δεκαετία του '60.

άγνωστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se encontraba en una situación desconocida.

ξεκάρφωτος, άσχετος

(persona) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yo sólo estaba sentada ahí, y este chico desconocido me invito a salir.

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jugar en la nieve era una experiencia extraña para los niños.

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξερεύνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las extrañas costumbres de la gente del lugar confundían a Charlotte.
Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ.

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La macroeconomía es un concepto extraño para muchos.

ξένος, άγνωστος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
El hombre que había en la puerta era un desconocido. Karen no lo había visto nunca.
Ο άνδρας στην πόρτα ήταν ένας άγνωστος. Η Κάρεν δεν τον είχε δει ποτέ πριν.

άγνωστος, άσημος

nombre masculino, nombre femenino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El director eligió a una desconocida para el papel protagonista.
Ο σκηνοθέτης διάλεξε έναν άσημο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

ξένος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που δεν έχει ανακαλυφθεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από το πουθενά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al principio Obama era un tapado, ¡pero continuó y ganó las elecciones!
Στην αρχή ο Ομπάμα ήταν άγνωστος, αλλά στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές!

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me da vergüenza admitirlo, pero no sé nada de literatura americana.

αποκηρύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry desheredó a su hijo cuando este robó un auto.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desconocido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.