Τι σημαίνει το desesperado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desesperado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desesperado στο πορτογαλικά.

Η λέξη desesperado στο πορτογαλικά σημαίνει απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπισμένα, απεγνωσμένα, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, απεγνωσμένος, απελπιστικός, απελπισμένος, απεγνωσμένος, απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπισμένος, απεγνωσμένος, στενοχωρημένος, επείγων, απελπιστικός, αποκαρδιωτικός, εξοργίζομαι, θυμώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desesperado

απελπισμένος, απεγνωσμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A população do país assolado pela fome está desesperada.
Οι άνθρωποι της πληγείσας απ' το λιμό χώρας είναι σε απόγνωση.

απελπισμένα, απεγνωσμένα

adjetivo (ζητώ, χρειάζομαι κλπ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os pais da criança desaparecida estão desesperados por qualquer informação sobre o paradeiro dela.
Οι γονείς του αγνοούμενου παιδιού αναζητούν απελπισμένα οποιαδήποτε πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκεται.

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

adjetivo (να κάνω κάτι)

Geraldo está desesperado para encontrar um emprego.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

απεγνωσμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sara fez uma tentativa desesperada de agarrar a mão de Mark antes que ele despencasse do penhasco.
Η Σάρα έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αρπάξει το χέρι του Μαρκ πριν εκείνος πέσει απ' τον γκρεμό.

απελπιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As vítimas do desastre encontravam-se desesperançosas.
Τα θύματα της καταστροφής βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση.

απελπισμένος, απεγνωσμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απεγνωσμένος, απελπισμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απελπισμένος, απεγνωσμένος

adjetivo (figurado, para transar)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ir a um encontro com John? Não, obrigado, eu não estou tão desesperada!
Να βγω ραντεβού με τον Τζον; Ευχαριστώ δεν θα πάρω, δεν είμαι και τόσο απελπισμένη!

στενοχωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Você parece tão desesperado. O que aconteceu?
Φαίνεσαι τόσο στενοχωρημένος, τι έγινε;

επείγων

(θέλει άμεση αντιμετώπιση)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Estas pessoas estão em necessidade urgente de ajuda.
Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε επείγουσα (or: άμεση) ανάγκη για βοήθεια. Οι ειδήσεις έδειξαν τη φρικτή (or: τρομερή) κατάσταση στην εμπόλεμη ζώνη.

απελπιστικός, αποκαρδιωτικός

adjetivo (sem esperanças) (κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os socorristas continuaram a cavar através dos pedregulhos, mas depois de tanto tempo ter passado, parecia não ter mais jeito.
Οι διασώστες συνέχιζαν να σκάβουν μέσα στα ερείπια, αλλά μετά από τόση ώρα που είχε περάσει, φαινόταν απέλπιδα η προσπάθεια.

εξοργίζομαι, θυμώνω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desesperado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.