Τι σημαίνει το devant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης devant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του devant στο Γαλλικά.

Η λέξη devant στο Γαλλικά σημαίνει μπροστά, μπροστινό μέρος, μπροστά από, μπροστά, μπροστά, μπροστά, μπροστά, μπροστά σε, μπροστά σε, μπροστά σε, ενώπιον, απέναντι σε, μπροστά σε, ενώπιον, μπροστά, μπροστά, μπροστά από κπ, μπροστά από κτ, μπροστά από, μπροστά από κπ, -, μπροστά, μπροστά, αυλή, υποχρέωση, ευθύνη, υποχρέωση, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, δουλειά, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, εργασία, πρέπει, δίκαιο, δίκιο, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, -, πρέπει, πρέπει, πρέπει, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, εργασία, άσκηση, αργά ή γρήγορα, υποχρέωση, Μα τω Θεώ!, δίωξη, που μαγεύεται από τους διάσημους, στο δικαστήριο, στο δικαστήριο, σε εκδίκαση, στο φως της δημοσιότητας, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, πίνοντας καφέ, πιο μπροστά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, στο δικαστήριο, φυγή, παραγώνι, εγγύηση, επιστήθιο, εξώπορτα, μπροστινό παράθυρο, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, που είναι κολλημένος στον καναπέ, μπροστινή αυλή, μπροστινό δόντι, ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση, εμπρόσθια όψη, διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης devant

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le chef scout marchait devant, nous laissant bientôt loin derrière.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προχώρησε μπροστά δείχνοντάς μας τη σωστή πορεία.

μπροστινό μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Y a-t-il une rayure sur le devant de la télévision ?
Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης;

μπροστά από

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ma voiture est garée devant chez vous. // J'attendrai devant le restaurant.
Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο.

μπροστά

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Qui est-ce, devant ce groupe de gens ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εμπρός (or: μπρος) απ' το σπίτι μας είναι ένα μεγάλο κυπαρίσσι.

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pars devant et je suivrai.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous viendrez devant quand j'appellerai votre nom

μπροστά

nom masculin (vêtement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Qu'est-ce qui est écrit sur le devant du t-shirt ?

μπροστά σε

préposition

Il se tint devant la foule et leva les bras.

μπροστά σε

préposition (μεταφορικά)

Elle a toute sa carrière devant elle.

μπροστά σε

préposition

Ils ont joué un concert en plein air devant un public nombreux.

ενώπιον

préposition (επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Son cas a été présenté devant la Cour Internationale de Justice.

απέναντι σε, μπροστά σε

préposition

Il recule toujours devant une tâche difficile.

ενώπιον

préposition (επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Devant Dieu je déclare que je dirai toujours la vérité.

μπροστά

(dans un véhicule) (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je préfère toujours m'asseoir devant, à côté du conducteur.

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cheri ne voyait rien devant : trop de gens lui bloquaient la vue.
Η Σέρι δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καθώς πολλοί άνθρωποι μπλόκαραν το οπτικό πεδίο της.

μπροστά από κπ

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
C'est le dernier tour de la course et Ivy est devant tout le monde.
Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους.

μπροστά από κτ

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le camion devant nous a un pneu dégonflé.
Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο.

μπροστά από

préposition

Nous passons toujours devant le bureau de poste en allant au travail.
Περνάμε πάντα από το ταχυδρομείο πηγαίνοντας στη δουλειά.

μπροστά από κπ

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nous sommes restés immobilisés par l'accident devant nous.
Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε γιατί είχε γίνει ατύχημα μπροστά μας.

-

préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il est passé devant la pharmacie.
Πέρασε το φαρμακείο.

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυλή

(ferme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sabrina a retrouvé David dans l'avant-cour avant la fête.

υποχρέωση

(moral)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est de ton devoir de voter.
Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις.

ευθύνη, υποχρέωση

(obligation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est de ton devoir de t'occuper du chien.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων.

πρέπει

verbe transitif (obligation : au conditionnel)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il devrait partir, mais il restera probablement à la maison.
Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι.

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu dois te procurer un nouveau permis de conduire.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois finir ma dissertation ce soir.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

πρέπει

verbe transitif (suggestion : au conditionnel)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu devrais peut-être aller à la réunion ce soir. Qu'en penses-tu ?
Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες;

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aller au tribunal lundi, sous peine d'être arrêté.

χρωστάω, χρωστώ, οφείλω

verbe transitif (κάτι, κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai presque remboursé tout l'argent mais je dois encore cinquante euros.
Αποπλήρωσα το μεγαλύτερο ποσό τον χρημάτων, αλλά χρωστάω ακόμα 50 Ευρώ.

πρέπει

verbe transitif (attente)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu dois toujours finir ton travail à temps pour ce professeur.

δουλειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand ton père est absent, c'est ton devoir de t'occuper de ton petit frère.
Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου.

πρέπει

(obligation morale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu dois dire ces choses à la police.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aider mes parents à déménager.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

πρέπει

verbe transitif (devoir : au conditionnel)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je devrais sortir la poubelle, mais je ne vais pas le faire. Que devrais-je faire ?
Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω.

πρέπει

(obligation morale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois appeler Julie ce soir. Je le lui ai promis.

εργασία

nom masculin (éducation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai un devoir sur la Révolution française à rendre vendredi.
Έχω να παραδώσω μια εργασία για τη Γαλλική Επανάσταση την Παρασκευή.

πρέπει

verbe transitif (estimation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je ne suis pas sûre de la quantité exacte, mais je dois boire plus de trois verres d'eau par jour.
Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα.

δίκαιο, δίκιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il accomplira son devoir envers toi.
Θα είναι δίκαιος απέναντί σου.

μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα

verbe transitif (probabilité : au conditionnel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Notre équipe devrait gagner le match car elle est vraiment meilleure que l'autre équipe.
Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της.

-

(obligation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vous devez vous présenter au commandant immédiatement.
Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.

πρέπει

(supposition)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Ça doit être là, si j'ai bien compris l'itinéraire.
Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois partir maintenant.

πρέπει

(nécessité)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu devras être là avant le début du film.
Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο.

είναι σίγουρο, είναι βέβαιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce garçon est si bagarreur qu'il finira forcément en prison.
Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει.

εργασία

(Scolaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son exposé pour le cours d'histoire faisait huit pages.
Η εργασία του για το μάθημα της ιστορίας ήταν οκτώ σελίδες.

άσκηση

(Scolaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'écolier fit des exercices de géométrie après l'école.
Ο μαθητής έλυσε ασκήσεις γεωμετρίας μετά το σχολείο.

αργά ή γρήγορα

(καθομιλουμένη: κτ θα γίνει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu avais laissé ton portefeuille sur la table alors, forcément, on te l'a volé.
Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε.

υποχρέωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary se sent dans l'obligation d'aider Peter avec ses problèmes.
Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του.

Μα τω Θεώ!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίωξη

(États-Unis, anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που μαγεύεται από τους διάσημους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο δικαστήριο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο δικαστήριο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε εκδίκαση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après plusieurs jours de débats, l'affaire était toujours devant la justice.

στο φως της δημοσιότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle regardait droit devant elle pour éviter de croiser son regard.

πίνοντας καφέ

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons discuté de ce problème autour d'un café.

πιο μπροστά

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Londres s'est retrouvée sur le devant de la scène lors des Jeux Olympiques 2012.

στο δικαστήριο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυγή

(από την πραγματικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραγώνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons passé toute la nuit assis au coin du feu à discuter.

εγγύηση

(Droit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιστήθιο

εξώπορτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Normalement, les membres de ma famille utilisent la porte de la cuisine, mais nous préférons faire entrer les invités par la porte d'entrée.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

μπροστινό παράθυρο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De sa fenêtre de devant, elle pouvait voir tout ce qui se passait dans la rue.

μπροστινό μέρος πουκαμίσου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En repassant le devant de la chemise, je l'ai brûlé.

που είναι κολλημένος στον καναπέ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu deviens un molasson, tu devrais faire du sport !
Έχεις κολλήσει στην καναπέ. Πρέπει να κάνεις λίγη γυμναστική!

μπροστινή αυλή

Nous avons deux chênes dans notre jardin de devant.
Έχουμε δύο βελανιδιές στην μπροστινή αυλή μας.

μπροστινό δόντι

(Can surtout)

ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπρόσθια όψη

nom féminin

διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour arrêter le voleur, la policière a dégainé son arme devant lui et lui a ordonné de s'allonger par terre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του devant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.