Τι σημαίνει το discordar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης discordar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discordar στο πορτογαλικά.

Η λέξη discordar στο πορτογαλικά σημαίνει διαφωνώ, διαφωνώ, διαφωνώ, διαφωνώ, λογομαχώ, διαφωνώ με, διαφωνώ με κτ/κπ, διαφωνώ με κπ, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, διαφωνώ με κτ, διαφωνώ λέγοντας ότι/πως, αντιδρώ λέγοντας ότι/πως, διαφωνώ, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, διαφωνώ με κπ, διαφωνώ, διαφωνώ, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης discordar

διαφωνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Embora o casal geralmente discorde, os dois estão felizes juntos.
Αν και το ζευγάρι διαφωνεί συχνά, είναι ευτυχισμένοι μαζί.

διαφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meus pais discordam constantemente; não consigo entender por que eles se casaram!
Οι γονείς μου διαρκώς διαφωνούν· δεν μπορώ να φανταστώ γιατί παντρεύτηκαν!

διαφωνώ

verbo transitivo (de álguem sobre algo) (με κάποιον για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison discordava de Mike sobre a melhor maneira de disciplinar a filha.
Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους.

διαφωνώ, λογομαχώ

verbo transitivo (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαφωνώ με

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Διαφωνώ με την απάντησή σου.

διαφωνώ με κτ/κπ

verbo transitivo

διαφωνώ με κπ

πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα

(fig., fazer mal ao estômago) (καθομιλουμένη, για φαγητά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν.

διαφωνώ με κτ

διαφωνώ λέγοντας ότι/πως, αντιδρώ λέγοντας ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter e Mary discordaram que John havia trapaceado.
Ο Πήτερ και η Μαίρη διαφώνησαν λέγοντας πως ο Τζον είχε αντιγράψει.

διαφωνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sob a ditadura, qualquer um que discordasse era atirado na cadeira.

αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι

(idéia) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos se opuseram à ideia de Neil de ir acampar.
Όλοι πήγαν κόντρα στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ.

διαφωνώ με κπ

Não importa o quanto eu tente, eu sempre pareço conflitar com meu chefe.
Όσο σκληρά και αν προσπαθώ, από ό,τι φαίνεται πάντα διαφωνώ με τον προϊστάμενό μου.

διαφωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fred achou que eles deveriam ir a uma boate, mas George discordou dele.
Ο Φρεντ πίστευε πως θα έπρεπε να πάνε σ' ένα κλαμπ, όμως ο Τζορτζ διαφώνησε μαζί του.

διαφωνώ

(με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Discordo de castigo físico.
Διαφωνώ με τη σωματική τιμωρία.

επίτρεψέ μου να διαφωνήσω

locução verbal (formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discordar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.