Τι σημαίνει το discutir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης discutir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discutir στο ισπανικά.

Η λέξη discutir στο ισπανικά σημαίνει λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, συζητώ, τσακώνομαι, λογοφέρνω, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, έρχομαι στην κουβέντα, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, τσακώνομαι, μαλώνω, τσακώνομαι, φλυαρώ, επεκτείνομαι σε κτ, διαπραγματεύομαι, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, μαλώνω, καβγαδίζω, εξετάζω, σκέφτομαι, διαφωνώ, σκέφτομαι, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, συζητώ, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ, μαλώνω, τσακώνομαι, θέμα υπό συζήτηση, συζητάω περαιτέρω, συζητώ, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, διαφωνώ για κτ ασήμαντο, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, μη χάνεις τα λόγια σου, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, διαφωνώ για μικροπράγματα, καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μιλάω με κπ, τσακώνομαι, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, συζητώ κτ με κπ, καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, αναμασώ, τσακώνομαι, καβγαδίζω, διαφωνώ με κτ, συζητώ με κπ, αρνούμαι, αμφισβητώ, συζητώ με κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης discutir

λογομαχώ, διαπληκτίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Incluso los recién casados discuten.
Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά.

συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El no hará caso de estallidos emocionales, prefiere discutir razonablemente.
Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά.

τσακώνομαι

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λογοφέρνω, λογομαχώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los políticos discutieron sobre el asunto de la reforma fiscal.
Οι πολιτικοί λογομάχησαν πάνω στο θέμα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων.

διαπληκτίζομαι

(acaloradamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mis padres siempre discuten; me preocupa que se vayan a divorciar.

τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Linda podía escuchar a sus vecinos, discutiendo del otro lado de la pared.
Η Λίντα άκουγε τους γείτονές της να τσακώνονται στην άλλη μεριά του τοίχου.

έρχομαι στην κουβέντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre se quedaba callado cuando se discutía el tema.
Πάντα σιώπαινε όταν αναφερόταν το θέμα.

σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que discutir este asunto detenidamente.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα.

τσακώνομαι, μαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ellos discutieron sobre quién iría primero.

τσακώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos profesores han discutido el asunto por años.
Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα.

φλυαρώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tonto joven discutió hasta que todos se hartaron de escucharlo.

επεκτείνομαι σε κτ

Me gustaría discutir lo que has dicho antes sobre el vínculo entre pobreza y mala nutrición.

διαπραγματεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se pelearon y ya no se hablan.
Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον.

μαλώνω, καβγαδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξετάζω, σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno está debatiendo si celebrar un referendo sobre este asunto.
Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα.

διαφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El comité siempre está debatiendo y, en realidad, nunca toma ninguna decisión.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todd y Tina generalmente no compiten entre ellos, pero esta vez sí dieron guerra.

συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hablaron de política durante una hora.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τον κάλεσε στο γραφείο του να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a hablar sobre tus planes de la facultad.
Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο.

συζητώ

verbo transitivo (idea) (με άλλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλώνω, τσακώνομαι

(για κτ, με κπ για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi amiga siempre está discutiendo con su marido por cuestiones de dinero.
Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά.

θέμα υπό συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El calentamiento global era el principal tema a discutir en la conferencia.

συζητάω περαιτέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres pueden arreglar una reunión con la escuela para discutir más extensamente el tema.

συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre había poco dinero en casa, por eso el matrimonio discutía sin cesar por las facturas.
Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς.

διαφωνώ για κτ ασήμαντο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συζητάω, συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob y Juana estaban decididos a discutir exhaustivamente sus problemas matrimoniales.

κουβεντιάζω

(κάποιο θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μη χάνεις τα λόγια σου

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te gastes en discutir: ya ha tomado la decisión.

τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ

Está de mal humor porque discutió con su mujer.

διαφωνώ για μικροπράγματα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

Mi hermana siempre está discutiendo con su novio por teléfono.

μιλάω με κπ

¿Puede hablar contigo un minuto? Hablaré con mis asociados y te responderé.

τσακώνομαι

(για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ

Mi hermano y yo solemos discutir sobre qué canal de TV queremos ver.

συζητώ κτ με κπ

Pete accedió a discutir el asunto con su padre.
Ο Πήτερ συμφώνησε να συζητήσει (or: κουβεντιάσει) το θέμα με τον πατέρα του.

καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No nos peleemos por quién lava los platos hoy!

μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

Luke siempre pelea con su hermano.

αναμασώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No tiene sentido discutir de nuevo todo lo que salió mal.

τσακώνομαι, καβγαδίζω

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre está riñendo con su vecino por el ruido.
Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο.

διαφωνώ με κτ

No estoy discutiendo con el consejo de Bill, pero creo que lo podría haber dicho de manera más educada.

συζητώ με κπ

(formal)

El Presidente envió al embajador a dialogar con los oficiales acerca del territorio disputado.

αρνούμαι, αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La junta no niega que estos cambios provocarán algunas dificultades temporales, pero creemos que el resultado final los justifica.

συζητώ με κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discutir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.