Τι σημαίνει το disfrutar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disfrutar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disfrutar στο ισπανικά.

Η λέξη disfrutar στο ισπανικά σημαίνει απολαμβάνω, μου αρέσει να κάνω κτ, παθιάζομαι με κάτι, γιορτάζω, γλεντάω, γλεντώ, καταχαίρομαι με κτ, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, μου αρέσει να κάνω κτ, απολαμβάνω, χαίρομαι να κάνω κτ, το απολαμβάνω, δοκιμάζω, γεύομαι, περνάω καλά, τα περνάω όμορφα, φτιάχνομαι, διασκεδάζω, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, το ρίχνω έξω, γλεντώ, διασκεδάζω, απολαμβάνω, χαίρομαι, έρχομαι κοντά στη φύση, απολαμβάνω τη ζέστη, απολαμβάνω, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, τη βρίσκω, απολαμβάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disfrutar

απολαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre disfruto un buen libro.
Πάντα μου αρέσουν τα καλά βιβλία.

μου αρέσει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me gusta ver rugby pero nunca lo he jugado.

παθιάζομαι με κάτι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γιορτάζω, γλεντάω, γλεντώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Coman, beban y disfruten porque mañana vamos a la batalla.

καταχαίρομαι με κτ

(καθομιλουμένη)

El pequeño disfrutó con el excepcional cumplido de su estricto profesor.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Disfruto del calor del amor de mi familia.
Απολαμβάνω (or: Ευχαριστιέμαι) τη ζεστασιά από την αγάπη της οικογένειάς μου.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No van a vivir para siempre, así que disfruten su tiempo juntos.

μου αρέσει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los hijos de Simon disfrutan las visitas al zoológico.
Στα παιδιά του Σάιμον αρέσει να επισκέπτονται τον ζωολογικό κήπο.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrien disfrutó vengándose del tipo que había logrado que lo echen del trabajo.
Ο Έιντριαν ευχαριστήθηκε όταν εκδικήθηκε τον τύπο εξαιτίας του οποίου έχασε τη δουλειά του.

χαίρομαι να κάνω κτ

(acción)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños disfrutan atormentando a la niñera.
Τα παιδιά χαίρονται να βασανίζουν την μπέιμπι-σίτερ τους.

το απολαμβάνω

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos los felicitaban por su buen desempeño y el lo estaba disfrutando.
Όλοι τον παίνευαν που έκανε καλά τη δουλειά κι αυτός το απολάμβανε (or: το χαιρόταν).

δοκιμάζω, γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría probar un poquito de su estilo de vida.

περνάω καλά, τα περνάω όμορφα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre la paso muy bien cuando salgo con amigos.
Όποτε βγαίνω με φίλους περνάμε καλά. Ελπίζω να τα περάσεις όμορφα στην Ισπανία!

φτιάχνομαι

(αργκό: με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jana la pasa bien con el buceo, pero su hermano prefiere relajarse con una taza de café.

διασκεδάζω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La estamos pasando bien en la playa.
Διασκεδάσαμε στην παραλία.

απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si te gustan las novelas de suspenso, te encantará este libro.

το ρίχνω έξω

expresión (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Disfruta de la vida mientras eres joven y hermoso.

γλεντώ, διασκεδάζω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gracias por una fiesta estupenda, ¡la pasamos muy bien!

απολαμβάνω, χαίρομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Disfrutaron mucho del hermoso atardecer.

έρχομαι κοντά στη φύση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
María ama las plantas y su trabajo de botánica le permite disfrutar de la naturaleza.

απολαμβάνω τη ζέστη

(απόλαυση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La idea de Larry de unas vacaciones perfectas es disfrutar del sol.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de un largo día en el trabajo, Martha se deleitaba con un baño con agua caliente.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parecían disfrutar con mi obvia incomodidad.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos disfrutando de nuestra piscina.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

(al sol)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A los suricatos les gusta tumbarse al sol.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stefan se deleita con los placeres simples desde su ataque al corazón.
Ο Στέφαν απολαμβάνει τις απλές χαρές από τότε που έπαθε καρδιακή προσβολή.

τη βρίσκω

(αργκό: με κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El adolescente caminaba por la calle disfrutando de la música de su reproductor de mp3.

απολαμβάνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disfrutar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.