Τι σημαίνει το dû στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dû στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dû στο Γαλλικά.
Η λέξη dû στο Γαλλικά σημαίνει απο-, από, από, απο-, από, του, απο-, από, του, με, του, του, του, ζάρι, από, από, από, να, από, από, από, από, από, από, από, από, ο, του, εκ μέρους, από την πλευρά, για, με, από, από, κατά, από, για, σχετικά με, ζάρι, από, κάτω από, ανά, τμήμα πάνω από το βάθρο, του, σε, για, σε σχέση με κπ/κτ, του, από, από, σε, κατά, από, υποχρέωση, ευθύνη, υποχρέωση, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, δουλειά, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, εργασία, πρέπει, δίκαιο, δίκιο, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, -, πρέπει, πρέπει, πρέπει, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, εργασία, άσκηση, αργά ή γρήγορα, υποχρέωση, από, αφορώ, υπέρ, γιατί, επειδή, για να, για, παρά, δαχτυλήθρα, Ντέλαγουερ, πεθαίνω από κτ, για, από, από, έτοιμος, σε περίμετρο, έχει κάτι, κοντά σε, για, εκ μέρους, στον, στην, στο, με, ενθουσιασμένος, επιτυχής, λάθος, πιθανό, επιπρόσθετος, καυλώνω, αφόρητος, ματωμένος, κινέζικος, κινεζικός, στραβός, γεμάτος, ασύλληπτος, περιβαλλοντικός, υπέροχος, θεσπέσιος, εξαιρετικός, τρομαγμένος, φοβισμένος, πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dû
απο-préfix |
από(point de départ) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Nous avons marché d'Ely jusqu'à Eagle Mountain. Je peux vous indiquer comment venir dans nos bureaux si vous me dites d'où vous partez. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάναμε πολύ δρόμο σήμερα, περπατήσαμε από την Αθήνα ως τον Πειραιά. |
απόpréposition (origine) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) L'étiquette de la bouteille de vin indiquait : "produit d'Espagne". Η ετικέτα στο μπουκάλι του κρασιού έγραφε: "Προϊόν από την Ισπανία". |
απο-préfix |
απόpréposition (distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous habitons à trois kilomètres de l'aéroport. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το χωριό του είναι μόλις 20 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. |
τουpréposition (appartenance) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) C'est une amie de mon voisin. Είναι φίλη του γείτονά μου. |
απο-préfix |
απόpréposition (endroit d'origine) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je suis originaire de Norvège (or: Je viens de Norvège). Είμαι από τη Νορβηγία. |
τουpréposition (possession) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Je ne connais pas les écrits de Peirce. Δεν είμαι εξοικειωμένος με τα γραπτά του Πιρς. |
μεpréposition (matière) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Remplis ces seaux de terre. Γέμισε τους κουβάδες με λάσπη. |
τουpréposition (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Le fond de la salle était calme. Το πίσω μέρος του δωματίου ήταν ήσυχο. |
τουpréposition (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) L'économie est la cause de la crise. Η οικονομία είναι η αιτία της κρίσης. |
τουpréposition (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Nous avons roulé sur une distance de 35 km. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η απόσταση των 30 μιλίων μας φάνηκε υπερβολική. |
ζάριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est à toi de lancer le dé. Είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il est mort d'un virus tropical. Πέθανε από έναν τροπικό ιό. |
απόpréposition (direction) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il y a une ville au nord d'ici. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Νότια της πόλης υπάρχει μια αχανής λίμνη. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Elle sortit les morceaux de la grande boîte. Elle a été séparée de ses enfants pendant plusieurs jours. Έβγαλε τα ανταλλακτικά από το μεγάλο κουτί. Έμεινε μακριά από τα παιδιά της για μέρες. |
να(introduction d'un verbe) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) La secrétaire est fatiguée de taper. Η γραμματέας βαρέθηκε να δακτυλογραφεί. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il est parti de peur qu'on se moque de lui. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ils vendent de tout : de la soupe aux noix. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Tu nous as sauvés d'un sermon très ennuyeux. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ce manteau vous protégera du froid. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Toutes nos données sont de sources publiques. C'est un cadeau de ma mère pour mon anniversaire. |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ces chiffres sont différents de ceux que j'ai vus hier. |
απόpréposition (distance) Il y a une ville à cinq kilomètres d'ici. |
απόpréposition (privation) Il a été privé de son tour. Στερήθηκε τη σειρά του. |
οpréposition (apposition) (εμφατικός τύπος) Cet idiot de plombier a laissé sa clé anglaise dans le tuyau. Αυτός ο ανόητος ο τεχνίτης άφησε ένα κλειδί στο σωλήνα. |
τουpréposition (manière d'être) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) La duchesse était une femme d'un style raffiné. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι άθρωπος της ησυχίας. |
εκ μέρους, από την πλευρά(de la part de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'était gentil de votre part de m'offrir un cadeau. Ήταν ωραίο εκ μέρους σου (or: από την πλευρά σου) να μου κάνεις ένα δώρο. |
για(thème) Je voudrais te parler de ton avenir. Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου. |
μεpréposition (souffrir) Elle est en arrêt car elle souffre d'un vilain rhume. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Και τα δυο παιδιά μου είναι στο κρεβάτι με κρυολόγημα. |
απόpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les enfants trépignent d'excitation. |
απόpréposition (cause) Elle est morte de chagrin. Πέθανε από ραγισμένη καρδιά. |
κατάpréposition (επίσημο: σύμφωνα με) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) De mon point de vue, ils sont en train de faire une erreur. Για μένα, κάνουν λάθος. |
από(matière) Le bol est en plastique. Αυτό το μπολ είναι φτιαγμένο από πλαστικό. |
για
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου; |
ζάριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On utilise un ou plusieurs dés dans ce jeu ? Χρησιμοποιούμε ένα ή δύο ζάρια γι' αυτό το παιχνίδι; |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le verre est tombé de la table. Το ποτήρι έπεσε από το τραπέζι. |
κάτω απόpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Enlève tes pieds de cette table ! |
ανά(prix) Les cours de musique coûtent cent dollars de l'heure. Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα. |
τμήμα πάνω από το βάθροnom masculin (Architecture) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le dé est habituellement la partie en colonne d'un piédestal. |
τουpréposition (auteur) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Hamlet est une pièce de Shakespeare. Ο Άμλετ είναι ένα έργο του Σέξπιρ. |
σεpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La ceinture de sa cape était rouge. Η ταινία στη μπέρτα του ήταν κόκκινη. |
γιαpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La balle a manqué la vitre d'un mètre. |
σε σχέση με κπ/κτpréposition (relation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Josh dit qu'il est un lointain cousin du président. |
τουpréposition (secret, solution,...) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Le secret de son succès est son attention aux détails. |
απόpréposition Pour les diamants, j'ai obtenu un bon prix de sa part. |
απόpréposition Le couvercle est tombé du pot. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il y a eu une baisse des inscriptions au dernier trimestre. |
κατάpréposition (réduction) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Les émissions de CO2 ont réduit de 5% au cours des trois dernières années. Jeff est plus vieux que Carl de huit mois (or: Jeff a huit mois de plus que Carl). |
απόpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
υποχρέωση(moral) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est de ton devoir de voter. Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις. |
ευθύνη, υποχρέωση(obligation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est de ton devoir de t'occuper du chien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων. |
πρέπειverbe transitif (obligation : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il devrait partir, mais il restera probablement à la maison. Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι. |
πρέπει(obligation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois te procurer un nouveau permis de conduire. Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois finir ma dissertation ce soir. Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά. |
πρέπειverbe transitif (suggestion : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devrais peut-être aller à la réunion ce soir. Qu'en penses-tu ? Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες; |
πρέπει(obligation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois aller au tribunal lundi, sous peine d'être arrêté. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbe transitif (κάτι, κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai presque remboursé tout l'argent mais je dois encore cinquante euros. Αποπλήρωσα το μεγαλύτερο ποσό τον χρημάτων, αλλά χρωστάω ακόμα 50 Ευρώ. |
πρέπειverbe transitif (attente) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois toujours finir ton travail à temps pour ce professeur. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand ton père est absent, c'est ton devoir de t'occuper de ton petit frère. Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
πρέπει(obligation morale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu dois dire ces choses à la police. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois aider mes parents à déménager. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία. |
πρέπειverbe transitif (devoir : au conditionnel) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je devrais sortir la poubelle, mais je ne vais pas le faire. Que devrais-je faire ? Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. |
πρέπει(obligation morale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois appeler Julie ce soir. Je le lui ai promis. |
εργασίαnom masculin (éducation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un devoir sur la Révolution française à rendre vendredi. Έχω να παραδώσω μια εργασία για τη Γαλλική Επανάσταση την Παρασκευή. |
πρέπειverbe transitif (estimation) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je ne suis pas sûre de la quantité exacte, mais je dois boire plus de trois verres d'eau par jour. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα. |
δίκαιο, δίκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il accomplira son devoir envers toi. Θα είναι δίκαιος απέναντί σου. |
μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θαverbe transitif (probabilité : au conditionnel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Notre équipe devrait gagner le match car elle est vraiment meilleure que l'autre équipe. Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της. |
-(obligation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vous devez vous présenter au commandant immédiatement. Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου. |
πρέπει(supposition) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Ça doit être là, si j'ai bien compris l'itinéraire. Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je dois partir maintenant. |
πρέπει(nécessité) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devras être là avant le début du film. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
είναι σίγουρο, είναι βέβαιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce garçon est si bagarreur qu'il finira forcément en prison. Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει. |
εργασία(Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son exposé pour le cours d'histoire faisait huit pages. Η εργασία του για το μάθημα της ιστορίας ήταν οκτώ σελίδες. |
άσκηση(Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'écolier fit des exercices de géométrie après l'école. Ο μαθητής έλυσε ασκήσεις γεωμετρίας μετά το σχολείο. |
αργά ή γρήγορα(καθομιλουμένη: κτ θα γίνει) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu avais laissé ton portefeuille sur la table alors, forcément, on te l'a volé. Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε. |
υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary se sent dans l'obligation d'aider Peter avec ses problèmes. Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il s'est intéressé aux avions dès son plus jeune âge. Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis allé à la bibliothèque pour chercher un livre sur les insectes. Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα. |
υπέρ
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il était pour le plan, mais sa femme était contre. Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία. |
γιατί, επειδή(εξαιτίας) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Il a eu des devoirs supplémentaires pour les gros mots qu'il avait dits en classe. Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη. |
για να(intention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai acheté du tissu pour confectionner des costumes. |
για(direction) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il part demain pour Londres ? |
παρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Malgré tous ses problèmes, elle reste optimiste. |
δαχτυλήθραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je ne trouve pas mon dé à coudre dans ma boîte à couture. Δεν μπορώ να βρω τη δαχτυλήθρα που ήταν στο κουτί με τα ραφτικά μου. |
Ντέλαγουερabréviation (Delaware) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πεθαίνω από κτ
Le grand-père de Joe est mort d'une crise cardiaque vendredi dernier. Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή. |
γιαpréposition (προτιμήσεις) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ce film était trop long pour moi (or: pour ma part). Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα. |
από(temps) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La boutique est ouverte du mardi au samedi. Το κατάστημα είναι ανοιχτό από Τρίτη έως Σάββατο. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je bois de deux à quatre bières le vendredi soir. Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια. |
έτοιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'étais sur le point d'entrer dans mon bain quand la sonnette de l'entrée a retenti. Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. |
σε περίμετροlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le lac fait environ 4,5 km de circonférence. Η λίμνη έχει περίμετρο περίπου τρία μίλια. |
έχει κάτι
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il y a quelque chose à propos de (or: au sujet de) sa voix qui me rend nerveux. Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα. |
κοντά σεpréposition Il y a beaucoup d'arbres près de (or: à côté de) la maison et du jardin. |
για
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il est peut-être temps qu'il démissionne. |
εκ μέρους(επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au nom du Sénateur, je vous souhaite beaucoup de succès. |
στον, στην, στοpréposition (responsabilité) (εμπρόθετο άρθ) Nous avons laissé ces problèmes aux mains du personnel de l'hôtel. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άφησε σε μένα το μαγείρεμα και πήγαινε να ξεκουραστείς. |
μεpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Coupez les planches dans le sens du grain. |
ενθουσιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Το ενθουσιασμένο κουταβάκι έτρεχε στην αυλή σε κύκλους. Η Νελ ξεκινάει το σχολείο αύριο και είναι ενθουσιασμένη. |
επιτυχής(objet, action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'essai réussi de l'enfant pour mémoriser le poème a enchanté ses parents. Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της. |
λάθος(réponse,...) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) C'est une mauvaise réponse. Αυτή είναι η λάθος απάντηση. // Έχεις πιάσει λάθος άνθρωπο! |
πιθανό
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est probable qu'il vienne avec nous. Είναι πιθανό να θέλει να έρθει μαζί μας. |
επιπρόσθετος(travail, heure,...) (παραπάνω από το κανονικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a été payée en plus parce qu'elle a fait des heures supplémentaires. Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε. |
καυλώνω(sexuellement) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était excité par les photos suggestives. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γύρισε σπίτι καυλωμένος και αμέσως άρχισε να τη φιλάει. |
αφόρητος(chaleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En 2003, il a fait une chaleur torride pendant tout le mois d'août. |
ματωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Οι διασώστες κρατούσαν το ματωμένο πουκάμισο σφιχτά πάνω στην πληγή του άνδρα. |
κινέζικος, κινεζικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce vase d'antiquité est chinois. Εκείνο το βάζο αντίκα είναι κινέζικο. |
στραβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toutes les lignes que je trace sont courbées. Κάθε γραμμή που τραβάω είναι στραβή. |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jenny ne parvenait pas à trouver une place dans ce bus bondé. Η Τζένυ δεν μπορούσε να βρει θέση στο γεμάτο λεωφορείο. |
ασύλληπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La police tente de traquer l'insaisissable criminel qui est parvenu à esquiver toutes leurs tentatives à ce jour. Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει τον ασύλληπτο εγκληματία, ο οποίος ως τώρα έχει αποφύγει τις απόπειρες σύλληψής του. |
περιβαλλοντικός(problème, catastrophe,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les problèmes écologiques, comme le réchauffement climatique, font couler beaucoup d'encre en ce moment. Περιβαλλοντικές ανησυχίες, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι ιδιαίτερα επίκαιρες αυτό τον καιρό. |
υπέροχος, θεσπέσιος, εξαιρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De sa suite pour jeunes mariés, l'hôtel offrait d'une vue magnifique. |
τρομαγμένος, φοβισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chat effrayé s'est caché sous une chaise. Η τρομαγμένη γάτα κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. |
πίσω(patte) Ben a raté son tir et a touché le cerf dans la patte arrière. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dû στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dû
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.