Τι σημαίνει το emergencia στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης emergencia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emergencia στο ισπανικά.
Η λέξη emergencia στο ισπανικά σημαίνει έκτακτη ανάγκη, εμφάνιση, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, έξοδος κινδύνου, έξοδος κινδύνου, σήμα κινδύνου, σήμα κινδύνου, έξοδος κινδύνου, επείγουσα χειρουργική επέμβαση, αναγκαστική προσγείωση, ανώμαλη προσγείωση, πίτσερ ανάγκης, έξοδος, εναλλακτικό σχέδιο, επείγουσα ιατρική βοήθεια, διακόπτης έκτακτης ανάγκης, επείγον ιατρικό περιστατικό, υπηρεσία αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, απαγόρευση εισόδου και εξόδου, απότομο σταμάτημα, αναγκαστική προσγείωση, αναγκαστική προσγείωση, αλάρμ, κάνω αναγκαστική προσγείωση, κάνω αναγκαστική προσγείωση, εφεδρικός, προσθαλασσώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης emergencia
έκτακτη ανάγκηnombre femenino Hubo una emergencia y el primer ministro tuvo que volver de sus vacaciones. Προέκυψε για έκτακτη ανάγκη και ο Πρωθυπουργός έπρεπε να γυρίσει απ' τις διακοπές του. |
εμφάνιση(σταδιακή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Internet ha posibilitado la aparición de nuevas formas de crimen. |
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκηςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έξοδος κινδύνου(marítimo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los submarinos suelen tener sólo una escotilla de emergencia; es la que se usa como entrada. |
έξοδος κινδύνου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La inspección mostró que la salida de emergencia se hallaba clausurada ese día. |
σήμα κινδύνου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σήμα κινδύνου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έξοδος κινδύνουlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επείγουσα χειρουργική επέμβαση(medicina) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναγκαστική προσγείωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El piloto hizo un aterrizaje forzoso en el Río Hudson después de que el avión chocara contra una bandada de gansos. |
ανώμαλη προσγείωση
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πίτσερ ανάγκης(μπέιζμπολ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) No podía batear muy bien, así que enviaron a un bateador de emergencia. |
έξοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El asistente de vuelo mostró a los pasajeros la ubicación de las salidas de emergencia del avión. |
εναλλακτικό σχέδιο
|
επείγουσα ιατρική βοήθεια
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Los paramédicos prestaron asistencia médica de emergencia en el lugar del accidente. |
διακόπτης έκτακτης ανάγκης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La máquina de estampado de metales tiene un interruptor de emergencia. |
επείγον ιατρικό περιστατικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En caso de emergencia médica, por favor llame al doctor inmediatamente. |
υπηρεσία αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικώνnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαγόρευση εισόδου και εξόδου(μέτρα ασφαλείας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La escuela practica un cierre de emergencia una vez por año. |
απότομο σταμάτημα
|
αναγκαστική προσγείωσηlocución nominal masculina |
αναγκαστική προσγείωση
|
αλάρμ(ES) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Cuando te detengas a arreglar un neumático pinchado prende las luces de emergencia para que otros conductores sepan que estás detenido. |
κάνω αναγκαστική προσγείωσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω αναγκαστική προσγείωσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφεδρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El hospital usó su generador de repuesto hasta que se restauró la corriente. |
προσθαλασσώνομαιlocución verbal (θάλασσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los motores del avión estaban fallando y el piloto se dio cuenta de que iba a tener que realizar un aterrizaje de emergencia. Τα συστήματα του αεροπλάνου δεν ανταποκρίνονταν και ο πιλότος συνειδητοποίησε πως πρέπει να προσθαλασσωθεί (or: να κάνει προσθαλλάσωση). |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emergencia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του emergencia
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.