Τι σημαίνει το émissions στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης émissions στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του émissions στο Γαλλικά.

Η λέξη émissions στο Γαλλικά σημαίνει εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, στον αέρα, αναδίδω, αποπνέω, εκπέμπω, αναδίνω, αποβάλλω, εκπέμπω, ρίχνω, ασκώ, εκπέμπω, αναδίδω, απεκκρίνω, αντλώ, μεταδίδω, εκπέμπω, λέω, ξεστομίζω, εκπέμπω, εκδίδω, μετάδοση, εκπομπή, πρόγραμμα, εκπομπή, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, απέκκριση, έκδοση, πρόγραμμα, έκδοση, έκδοση, τηλεοπτικό πρόγραμμα, τηλεοπτική εκπομπή, διατυπώνω θεωρία, κάνω μπιπ, φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση, τολμώ να μαντέψω, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω θερμότητα, εκδίδω ένταλμα, εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, λάμπω, αστράφτω, υποθέτω, εικάζω, δρω ως laser, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, προκαλώ γδούπο, αμφιβάλλω, διατυπώνω τη θεωρία ότι/πως, λάμπω, αστράφτω, φέγγω, βγάζω καπνούς, κάνω εικασίες σχετικά με κτ, ενίσταμαι, κάνω μετάδοση με βραχέα κύματα, μεταδίδω κτ με βραχέα κύματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης émissions

εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω

(un son, une odeur) (διώχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le compteur émet un court bip toutes les heures quand il fonctionne normalement.

στον αέρα

(radio)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Cette radio émet de 6 heures du matin à minuit.

αναδίδω, αποπνέω

(un son) (βγάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω, αναδίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποβάλλω

verbe transitif (un gaz, une substance) (ουσία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le colis non identifié émettait (or: dégageait) une odeur toxique.

εκπέμπω

verbe transitif (de la chaleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbe transitif (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne fais que lancer l'idée : et si Liz apprenait à conduire ?
Μια ιδέα ρίχνω: τι θα έλεγες να μάθαινε η Λιζ να οδηγεί;

ασκώ

verbe transitif (un jugement) (κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chroniqueur a émis un jugement sur le programme du candidat.

εκπέμπω, αναδίδω

(une odeur, de la chaleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Judy dégage une forte odeur de parfum lorsqu'elle passe.
Όταν περνάει η Τζούντυ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά κολόνιας.

απεκκρίνω

(des fumées)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'usine dégage une fumée infecte dans tout le village.

αντλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les journaux à scandales continuent d'émettre (or: produire) des histoires sur les célébrités.

μεταδίδω, εκπέμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cette vieille station de radio n'émet plus rien.
Ο παλιός ραδιοφωνικός σταθμός δεν εκπέμπει πια.

λέω, ξεστομίζω

(de l'air) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le four dégage (or: émet) suffisamment de chaleur pour chauffer la pièce.

εκδίδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a publié (or: émis) une déclaration niant tout scandale.

μετάδοση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'émission de télévision a été plusieurs fois interrompue par la tempête.
Η τηλεοπτική μετάδοση διακόπηκε αρκετές φορές από την καταιγίδα.

εκπομπή

nom féminin (de gaz) (αερίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jauge montre à quelle vitesse l'émission a lieu.

πρόγραμμα

(Télévision, Radio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quelle émission es-tu en train de regarder ? Les informations ?
Τι πρόγραμμα παρακολουθείς; Τις ειδήσεις;

εκπομπή

nom féminin (de gaz,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'émission de cette voiture expérimentale se compose juste d'eau, sans aucune sorte de gaz.

εισαγωγή στο χρηματιστήριο

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απέκκριση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les blagues des enfants parlent souvent d'émissions corporelles.

έκδοση

nom féminin (timbres postaux) (γραμματόσημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces timbres sont une émission spéciale de 1953 pour marquer le couronnement.
Αυτά τα γραμματόσημα είναι ειδική έκδοση της στέψης του 1953.

πρόγραμμα

nom féminin (Télévision)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon émission préférée à la télévision passe le mercredi à huit heures.
Η αγαπημένη μου τηλεοπτική εκπομπή παίζεται κάθε Τετάρτη στις οχτώ.

έκδοση

nom féminin (financier : obligations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouvernement a annoncé une nouvelle émission d'obligations.

έκδοση

nom féminin (financier : actions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le conseil d'administration a approuvé une nouvelle émission d'actions dans la société.

τηλεοπτικό πρόγραμμα

J'aime regarder des émissions de télé sur la nature.
Η αγαπημένη μου σειρά όλων των εποχών είναι το «Scrubs».

τηλεοπτική εκπομπή

Les émissions de télévision des années 1970 me semblent plutôt stupides maintenant.
Οι τηλεοπτικές εκπομπές από τη δεκαετία του 1970 μου φαίνονται αρκετά χαζές τώρα.

διατυπώνω θεωρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μπιπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mon téléphone portable a bipé pour me dire que j'avais un message.

φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τολμώ να μαντέψω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quiconque émettra une hypothèse recevra un prix.

εκπέμπω, αναδίδω

locution verbale (θερμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι παραδοσιακοί λαμπτήρες πυρακτώσεως αρχικά εκπέμπουν θερμότητα. Το φως είναι υποπροϊόν.

εκπέμπω θερμότητα

locution verbale

εκδίδω ένταλμα

locution verbale (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων

locution verbale (Droit) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il était midi et le soleil était éblouissant (or: brillait d'un éclat éblouissant, or: brillait d'un éclat aveuglant).
Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε.

υποθέτω, εικάζω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'ai pas de solution précise, mais je peux émettre une hypothèse.

δρω ως laser

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma pendule émet un son de chant d'oiseau quand elle sonne l'heure.

προκαλώ γδούπο

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il doutait que son histoire soit vraie.
Εκείνος αμφέβαλλε αν ήταν αληθινή η ιστορία της.

διατυπώνω τη θεωρία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάμπω, αστράφτω, φέγγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eric regardait les étoiles émettre une faible lueur dans le ciel.

βγάζω καπνούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω εικασίες σχετικά με κτ

(littéraire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενίσταμαι

locution verbale (λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous voulez construire une route dans la réserve naturelle? Permettez-moi d'émettre une objection !
Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι!

κάνω μετάδοση με βραχέα κύματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταδίδω κτ με βραχέα κύματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του émissions στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.