Τι σημαίνει το empenhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empenhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empenhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη empenhar στο πορτογαλικά σημαίνει βάζω ενέχυρο, βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο, μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω, δουλεύω σκληρά, στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, δεσμεύομαι, δουλεύω σκληρά, μοχθώ να κάνω κτ, παλεύω να κάνω κτ, προσπαθώ σκληρά, πασχίζω, προσπαθώ, στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, δουλεύω επιμελώς, μοχθώ, κοπιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empenhar

βάζω ενέχυρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy precisava de dinheiro para pagar algumas contas, então penhorou um colar até o dia do pagamento.
Η Νάνσυ χρειαζόταν χρήματα να πληρώσει μερικούς λογαριασμούς και έτσι έβαλε ενέχυρο το κολιέ της μέχρι την ημέρα που θα πληρωνόταν.

μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω

(fazer algo com esforço)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você ficaria surpreso com o que é possível se você se esforçar.
Θα εκπλαγείς από το τι είναι εφικτό αν κοπιάσεις.

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ao estudar para exames, é importante se esforçar.

στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά

verbo pronominal/reflexivo (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεσμεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Precisamos de pessoas capazes de se empenhar, por isso por favor não se candidate ao emprego se não puder.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι να δεσμευτούν, γι' αυτό μην υποβάλετε αίτηση για δουλειά αν δεν μπορείτε να το κάνετε.

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοχθώ να κάνω κτ

(fazer algo de forma muito diligente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παλεύω να κάνω κτ

expressão (μτφ: προσπαθώ σκληρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ σκληρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πασχίζω, προσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualquer escritor que aspira (or: tenta) atingir a grandeza deve estudar os clássicos.
Κάθε συγγραφέας που πασχίζει (or: αγωνίζεται) να μεγαλουργήσει οφείλει να μελετήσει τους κλασικούς συγγραφείς.

στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά

(figurado) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλεύω επιμελώς

verbo pronominal/reflexivo

μοχθώ, κοπιάζω

verbo pronominal/reflexivo (dar-se ao trabalho de) (να κάνω κάτι, για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele realmente se empenhou para que funcionasse.
Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empenhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.