Τι σημαίνει το encontrar-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encontrar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encontrar-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη encontrar-se στο πορτογαλικά σημαίνει τα έχω με κπ, συναντιέμαι, βρίσκομαι, συναντάω, συναντώ, είμαι απλωμένος, βρίσκω τον εαυτό μου, είμαι, βρίσκομαι, συναντιέμαι, συναντιέμαι, συγκρούομαι, λιμνάζω, είμαι, στέκομαι, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βρίσκομαι, βρίσκομαι με κπ, βλέπω, τα έχω με κπ, έγκειται, συναντώ από κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encontrar-se

τα έχω με κπ

(έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συναντιέμαι, βρίσκομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu gostaria de poder ver meus amigos com mais frequência, mas é difícil achar um tempo em que podemos todos nos encontrar.
Μακάρι να μπορούσα να βλέπω τους φίλους μου συχνότερα, αλλά είναι δύσκολο να βρούμε μια ώρα για να συναντηθούμε (or: βρεθούμε) όλοι μαζί.

συναντάω, συναντώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela vai encontrar-se com os amigos no cinema.
Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο.

είμαι απλωμένος

verbo pronominal/reflexivo (algo: estar espalhado)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Os brinquedos estavam espalhador por todo o chão do quarto.
Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του μπάνιου.

βρίσκω τον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo (figurado, achar plenitude)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι, βρίσκομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O livro dele encontra-se na mesa sem ser lido.
Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.

συναντιέμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Onde você gostaria que nos encontrássemos?
Που θέλεις να βρεθούμε;

συναντιέμαι

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Há uma placa de "Pare" onde as estradas se encontram.
Υπάρχει πινακίδα stop στο σημείο όπου συμβάλλουν (or: συναντιούνται) οι δρόμοι.

συγκρούομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitos homens morreram quando dois exércitos se encontraram.
Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν όταν συναντήθηκαν (or: συγκρούστηκαν) οι δύο στρατοί.

λιμνάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água se encontrava em uma poça há muito tempo.

είμαι, στέκομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espectadores encontravam-se estarrecidos com a habilidade da dançarina.

πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Vamos nos reunir alguma hora e botar a conversa em dia.
Να βρεθούμε κάποια στιγμή και να πούμε τα νέα μας.

βρίσκομαι με κπ

(καθομιλουμένη)

βλέπω

(manter contato constante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem andado bastante com aqueles garotos, não?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

τα έχω με κπ

(informal, encontro romântico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por que não saímos juntos em um encontro de verdade?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

έγκειται

verbo pronominal/reflexivo (pode ser encontrado) (επίσημο)

O problema encontra-se no fato de que ele não sabe como trabalhar com pessoas.
Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών.

συναντώ από κοντά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encontrar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.